ακέραστος: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκέραστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]], στον οποίο δεν έχει προσφερθεί [[κέρασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με άλλον, [[ασυγκέραστος]]<br />«ψυχὴ [[ἀκέραστος]] τόλμης» (Πλατ. Πολιτ. 310 d·)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> ο [[ασυναίρετος]]<br />«ἀκέραστοι γὰρ αἱ φωναὶ τοῦ Ι καὶ τοῦ Α» (Δίον. Αλ. 5, 167, 10).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχαίο και το νεοελλ. [[ἀκέραστος]], σημασιολογικούς διάφορα, συνδέονται (έμμεσα) ετυμολογικά, [[αφού]] το νεοελλ. [[ακέραστος]] παράγεται από το [[κερνώ]] που ανάγεται στο αρχ. [[κεράννυμι]], το δε αρχ. [[ἀκέραστος]] από το [[κεραστός]], ρημ. επίθ. του [[κεράννυμι]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκέραστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]], στον οποίο δεν έχει προσφερθεί [[κέρασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με άλλον, [[ασυγκέραστος]]<br />«ψυχὴ [[ἀκέραστος]] τόλμης» (Πλατ. Πολιτ. 310 d·)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> ο [[ασυναίρετος]]<br />«ἀκέραστοι γὰρ αἱ φωναὶ τοῦ Ι καὶ τοῦ Α» (Δίον. Αλ. 5, 167, 10).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Το αρχαίο και το νεοελλ. [[ἀκέραστος]], σημασιολογικούς διάφορα, συνδέονται (έμμεσα) ετυμολογικά, [[αφού]] το νεοελλ. [[ακέραστος]] παράγεται από το [[κερνώ]] που ανάγεται στο αρχ. [[κεράννυμι]], το δε αρχ. [[ἀκέραστος]] από το [[κεραστός]], ρημ. επίθ. του [[κεράννυμι]].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκέραστος, -ον)
νεοελλ.
εκείνος, στον οποίο δεν έχει προσφερθεί κέρασμα
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με άλλον, ασυγκέραστος
«ψυχὴ ἀκέραστος τόλμης» (Πλατ. Πολιτ. 310 d·)
2. γραμμ. ο ασυναίρετος
«ἀκέραστοι γὰρ αἱ φωναὶ τοῦ Ι καὶ τοῦ Α» (Δίον. Αλ. 5, 167, 10).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το αρχαίο και το νεοελλ. ἀκέραστος, σημασιολογικούς διάφορα, συνδέονται (έμμεσα) ετυμολογικά, αφού το νεοελλ. ακέραστος παράγεται από το κερνώ που ανάγεται στο αρχ. κεράννυμι, το δε αρχ. ἀκέραστος από το κεραστός, ρημ. επίθ. του κεράννυμι.