ακριβοδίκαιος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκριβοδίκαιος]], -ον)<br />αυτός που δικάζει με [[αυστηρότητα]], ο [[ακριβής]] στην [[απόδοση]] του δικαίου<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συντελείται με απόλυτη [[δικαιοσύνη]], ο πολύ [[δίκαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκριβοδίκαιος]], -ον)<br />αυτός που δικάζει με [[αυστηρότητα]], ο [[ακριβής]] στην [[απόδοση]] του δικαίου<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συντελείται με απόλυτη [[δικαιοσύνη]], ο πολύ [[δίκαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακριβής]] <span style="color: red;">+</span> [[δίκαιος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκριβοδίκαιος, -ον)
αυτός που δικάζει με αυστηρότητα, ο ακριβής στην απόδοση του δικαίου
νεοελλ.
αυτός που συντελείται με απόλυτη δικαιοσύνη, ο πολύ δίκαιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακριβής + δίκαιος.