ακρονύκτιος: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο και ακρόνυχτος, -η, -ο (AM [[ἀκρονύκτιος]], -ιον, Α και [[ἀκρόνυκτος]], -ον)<br />αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει [[κατά]] την [[αρχή]] της νύχτας, στο [[σούρουπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>το ακρόνυχτο</i><br />τα ξημερώματα, την [[αυγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[νύκτιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>].
|mltxt=-α, -ο και ακρόνυχτος, -η, -ο (AM [[ἀκρονύκτιος]], -ιον, Α και [[ἀκρόνυκτος]], -ον)<br />αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει [[κατά]] την [[αρχή]] της νύχτας, στο [[σούρουπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>το ακρόνυχτο</i><br />τα ξημερώματα, την [[αυγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[νύκτιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:53, 29 December 2020

Greek Monolingual

-α, -ο και ακρόνυχτος, -η, -ο (AM ἀκρονύκτιος, -ιον, Α και ἀκρόνυκτος, -ον)
αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κατά την αρχή της νύχτας, στο σούρουπο
νεοελλ.
(το ουδ. ως επίρρ.) το ακρόνυχτο
τα ξημερώματα, την αυγή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + -νύκτιος < νύξ].