ακρογένειος: Difference between revisions

From LSJ

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκρογένειος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει προτεταμένο ή οξύ [[πιγούνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[γένειον]] «[[πιγούνι]]»].
|mltxt=[[ἀκρογένειος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει προτεταμένο ή οξύ [[πιγούνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[γένειον]] «[[πιγούνι]]»].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκρογένειος, -ον (Α)
αυτός που έχει προτεταμένο ή οξύ πιγούνι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + γένειον «πιγούνι»].