ακρόπαστος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (α)<br />ο ραντισμένος με [[αλάτι]] στην εξωτερική [[επιφάνεια]] του, ο λίγο αλατισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ακρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[παστός]] <span style="color: red;"><</span> [[πάσσω]] «[[πασπαλίζω]], [[περιχύνω]], [[ραντίζω]]»].
|mltxt=-ον (α)<br />ο ραντισμένος με [[αλάτι]] στην εξωτερική [[επιφάνεια]] του, ο λίγο αλατισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ακρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[παστός]] <span style="color: red;"><</span> [[πάσσω]] «[[πασπαλίζω]], [[περιχύνω]], [[ραντίζω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 23:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ον (α)
ο ραντισμένος με αλάτι στην εξωτερική επιφάνεια του, ο λίγο αλατισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρο- (Ι) + παστός < πάσσω «πασπαλίζω, περιχύνω, ραντίζω»].