αλληλοσκοτώνομαι: Difference between revisions
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>1.</b> [[χτυπιέμαι]] θανάσιμα από κάποιον και ταυτόχρονα τον [[χτυπώ]] και εγώ, αλληλοφονεύομαι<br /><b>2.</b> (για ομάδες) [[έρχομαι]] σε ένοπλη [[ρήξη]]<br /><b>3.</b> (για άτομα) συμπλέκομαι με άλλον ή άλλους, τσακώνομαι, [[μαλώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=<b>1.</b> [[χτυπιέμαι]] θανάσιμα από κάποιον και ταυτόχρονα τον [[χτυπώ]] και εγώ, αλληλοφονεύομαι<br /><b>2.</b> (για ομάδες) [[έρχομαι]] σε ένοπλη [[ρήξη]]<br /><b>3.</b> (για άτομα) συμπλέκομαι με άλλον ή άλλους, τσακώνομαι, [[μαλώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αλληλο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σκοτώνω]] (-<i>ομαι</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλληλοσκοτωμός]]]. | ||
}} | }} |