αμαρτίγαμος: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁμαρτίγαμος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν κατόρθωσε να παντρευτεί, [[άγαμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁμαρτι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἁμαρτάνω]]) <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]].
|mltxt=[[ἁμαρτίγαμος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν κατόρθωσε να παντρευτεί, [[άγαμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁμαρτι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἁμαρτάνω]]) <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]].
}}
}}

Latest revision as of 23:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἁμαρτίγαμος, -ον (Α)
αυτός που δεν κατόρθωσε να παντρευτεί, άγαμος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁμαρτι- (< ἁμαρτάνω) + γάμος.