αμοιβαίος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἀμοιβαῖος]], -ον και -ος, -α, -ον)<br />αυτός που γίνεται ή δίνεται σε [[ανταπόδοση]], που εναλλάσσεται ή ανταλλάσσεται με άλλον<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που απαντά όπως στον διάλογο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>ἀμοιβαῖα</i><br />α) οι διάλογοι σε [[τραγωδία]]<br />β) [[είδος]] λαϊκού τραγουδιού, του οποίου τα [[μέλη]] τραγουδούν δύο πρόσωπα διαδοχικά.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-α, -ο (Α [[ἀμοιβαῖος]], -ον και -ος, -α, -ον)<br />αυτός που γίνεται ή δίνεται σε [[ανταπόδοση]], που εναλλάσσεται ή ανταλλάσσεται με άλλον<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που απαντά όπως στον διάλογο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>ἀμοιβαῖα</i><br />α) οι διάλογοι σε [[τραγωδία]]<br />β) [[είδος]] λαϊκού τραγουδιού, του οποίου τα [[μέλη]] τραγουδούν δύο πρόσωπα διαδοχικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμοιβή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> (Α) <i>ἀμοιβαίως</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αμοιβαίως</i>, <i>αμοιβαία</i>, [[αμοιβαιότητα]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀμοιβαῖος, -ον και -ος, -α, -ον)
αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, που εναλλάσσεται ή ανταλλάσσεται με άλλον
μσν.
αυτός που απαντά όπως στον διάλογο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. ἀμοιβαῖα
α) οι διάλογοι σε τραγωδία
β) είδος λαϊκού τραγουδιού, του οποίου τα μέλη τραγουδούν δύο πρόσωπα διαδοχικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμοιβή.
ΠΑΡ. (Α) ἀμοιβαίως
νεοελλ.
αμοιβαίως, αμοιβαία, αμοιβαιότητα].