αμφιβαίνω: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφιβαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περπατώ]] [[ολόγυρα]], περιφέρομαι, [[τριγυρίζω]]<br /><b>2.</b> [[επιβαίνω]], [[ιππεύω]], [[καβαλικεύω]]<br /><b>3.</b> [[στέκομαι]] [[επάνω]] από τραυματισμένο φίλο μου για να τον προστατεύσω, να τον καλύψω<br /><b>4.</b> (για πολιούχες θεότητες) [[προστατεύω]]<br /><b>5.</b> και για τα ζώα που φυλάνε τα μικρά τους ή τη [[λεία]] τους<br /><b>6.</b> [[περιβάλλω]], [[τυλίγω]]<br /><b>7.</b> (για ζώα) [[έρχομαι]] από [[επάνω]], [[βατεύω]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀμφιβαίνω]] [[ἀμφί]] τι», (στην ιατρ.) για στενό επίδεσμο που περιβάλλει ευαίσθητο [[μέλος]] του σώματος [[χωρίς]] να το πιέζει<br />«[[ἠέλιος]] [[μέσον]] οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει», ο [[ήλιος]] ακολουθώντας την [[τροχιά]] του μεσουράνησε.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀμφιβαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περπατώ]] [[ολόγυρα]], περιφέρομαι, [[τριγυρίζω]]<br /><b>2.</b> [[επιβαίνω]], [[ιππεύω]], [[καβαλικεύω]]<br /><b>3.</b> [[στέκομαι]] [[επάνω]] από τραυματισμένο φίλο μου για να τον προστατεύσω, να τον καλύψω<br /><b>4.</b> (για πολιούχες θεότητες) [[προστατεύω]]<br /><b>5.</b> και για τα ζώα που φυλάνε τα μικρά τους ή τη [[λεία]] τους<br /><b>6.</b> [[περιβάλλω]], [[τυλίγω]]<br /><b>7.</b> (για ζώα) [[έρχομαι]] από [[επάνω]], [[βατεύω]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀμφιβαίνω]] [[ἀμφί]] τι», (στην ιατρ.) για στενό επίδεσμο που περιβάλλει ευαίσθητο [[μέλος]] του σώματος [[χωρίς]] να το πιέζει<br />«[[ἠέλιος]] [[μέσον]] οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει», ο [[ήλιος]] ακολουθώντας την [[τροχιά]] του μεσουράνησε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βαίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμφίβασις]], [[ἀμφιβατήρ]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:34, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀμφιβαίνω (Α)
1. περπατώ ολόγυρα, περιφέρομαι, τριγυρίζω
2. επιβαίνω, ιππεύω, καβαλικεύω
3. στέκομαι επάνω από τραυματισμένο φίλο μου για να τον προστατεύσω, να τον καλύψω
4. (για πολιούχες θεότητες) προστατεύω
5. και για τα ζώα που φυλάνε τα μικρά τους ή τη λεία τους
6. περιβάλλω, τυλίγω
7. (για ζώα) έρχομαι από επάνω, βατεύω
8. φρ. «ἀμφιβαίνω ἀμφί τι», (στην ιατρ.) για στενό επίδεσμο που περιβάλλει ευαίσθητο μέλος του σώματος χωρίς να το πιέζει
«ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει», ο ήλιος ακολουθώντας την τροχιά του μεσουράνησε.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + βαίνω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίβασις, ἀμφιβατήρ.