μομφή: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=momfi
|Transliteration C=momfi
|Beta Code=momfh/
|Beta Code=momfh/
|Definition=ἡ, poet. form of [[μέμψις]] (also in <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ep.</span>323b</span>), <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[blame]], [[reproof]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>8.39</span>; μομφῆς ἄτερ τέθνηκεν <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>1015</span>; [[cause of complaint]], μομφὰν ἔχειν τινί <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>4(3).36</span>; <b class="b3">ἕν σοι μομφὴν ἔχω</b> in one thing I [[blame]] thee, <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1069</span>; μομφὰς ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν <span class="bibl">Id.<span class="title">Alc.</span>1009</span>; πρός τινα μ. ἔχειν <span class="bibl"><span class="title">Ep.Col.</span>3.13</span>: c. gen., μ. ἔχων ξυνοῦ δορός <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>180</span> (lyr.); ὧν ἕνεκα μ. ἔχει <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>664</span>.</span>
|Definition=ἡ, poet. form of [[μέμψις]] (also in <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ep.</span>323b</span>), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[blame]], [[reproof]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>8.39</span>; μομφῆς ἄτερ τέθνηκεν <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>1015</span>; [[cause of complaint]], μομφὰν ἔχειν τινί <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>4(3).36</span>; <b class="b3">ἕν σοι μομφὴν ἔχω</b> in one thing I [[blame]] thee, <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1069</span>; μομφὰς ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν <span class="bibl">Id.<span class="title">Alc.</span>1009</span>; πρός τινα μ. ἔχειν <span class="bibl"><span class="title">Ep.Col.</span>3.13</span>: c. gen., μ. ἔχων ξυνοῦ δορός <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>180</span> (lyr.); ὧν ἕνεκα μ. ἔχει <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>664</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:37, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μομφή Medium diacritics: μομφή Low diacritics: μομφή Capitals: ΜΟΜΦΗ
Transliteration A: momphḗ Transliteration B: momphē Transliteration C: momfi Beta Code: momfh/

English (LSJ)

ἡ, poet. form of μέμψις (also in Pl.Ep.323b), A blame, reproof, Pi.N.8.39; μομφῆς ἄτερ τέθνηκεν A.Th.1015; cause of complaint, μομφὰν ἔχειν τινί Pi.I.4(3).36; ἕν σοι μομφὴν ἔχω in one thing I blame thee, E.Or.1069; μομφὰς ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν Id.Alc.1009; πρός τινα μ. ἔχειν Ep.Col.3.13: c. gen., μ. ἔχων ξυνοῦ δορός S.Aj.180 (lyr.); ὧν ἕνεκα μ. ἔχει Ar.Pax664.

German (Pape)

[Seite 201] ἡ, Tadel, Vorwurf; μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων, Pind. I. 3, 54, μομφὰν ἐπισπείρων ἀλιτροῖς, N. 8, 39; μομφῆς ἄτερ, Aesch. Spt. 1001; ἤ τινα μομφὰν ἔχων ξυνοῦ δορός, Soph. Ai. 180, zu klagen habend, wie ἕν σοι μομφὴν ἔχω Eur. Or. 1069, vgl. Phoen. 780; auch Ar. Pax 647, = μέμφομαι; in Prosa, Plat. Ep. VI, 323 b.

Greek (Liddell-Scott)

μομφή: ἡ, ποιητ. τύπος τοῦ μέμψις (ὡσαύτως ἐν Πλάτ. Ἐπιστ. 323Β), μέμψις, κατηγορία, ψόγος, παράπονον, προσβολή, Πινδ. Ν. 8. 66· μομφῆς ἄτερ τέθνηκεν Αἰσχύλ. Θήβ. 1060· - αἰτία παραπόνων, μομφὴν ἔχειν τινὶ Πινδ. Ι. 4. 61 (3. 54)· οὕτως, ἕν σοι μομφὴν ἔχω, εἰς ἓν πρᾶγμα σὲ μέμφομαι, Εὐρ. Ὀρ. 1069· μομφὰς ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1009· - ὡσαύτως μετὰ γεν., μ. ἔχων ξυνοῦ δορὸς Σοφ. Αἴ. 180· ὧν ἕνεκα μ. ἔχει Ἀριστοφ. Εἰρ. 664.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
blâme, reproche, plainte, grief : μομφὴν ἔχειν τινός SOPH avoir un grief contre qqn.
Étymologie: μέμφομαι.

English (Strong)

from μέμφομαι; blame, i.e. (by implication), a fault: quarrel.

English (Thayer)

μομφης, ἡ (μέμφομαι), blame: ἔχειν μομφήν πρός τινα, to have matter of complaint against anyone, Pindar, Tragg., others.)

Greek Monolingual

η (Α μομφή και μόμφις)
1. κατηγορία, ψόγος
2. επίπληξη, παρατήρηση, μάλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα μομφ- της ρίζας μεμφ- του μέμφομαι].

Greek Monotonic

μομφή: ἡ (μέμφομαι), κατηγορία, ψόγος, επίκριση, σε Πίνδ., Αισχύλ.· αίτιο ή βάση, αφορμή για επίκριση, παράπονο, μομφὴν ἔχειν τινί, σε Πίνδ.· ἕν σοι μομφὴν ἔχω, για ένα πράγμα σε κατηγορώ, σε Ευρ.· μομφὴ ξυνοῦ δορός, για να προασπίσω το κοινό μας δόρυ, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μομφή: дор. μομφά ἡ порицание, упрек, жалоба (μομφῆς ἄτερ θνῄσκειν Aesch.): μομφὴν ἔχειν τινί Pind., Soph., Eur., τινός Soph. и τινὸς ἕνεκα Arph. жаловаться (негодовать) на кого(что)-л.

Middle Liddell

μομφή, ἡ, μέμφομαι
blame, censure, Pind., Aesch.:— cause or ground of complaint, μομφὴν ἔχειν τινί Pind.; ἕν σοι μομφὴν ἔχω in one thing I blame thee, Eur.; μ. ξυνοῦ δορός blame as to helping spear, Soph.

Chinese

原文音譯:momf» 蒙費
詞類次數:名詞(1)
原文字根:指責
字義溯源:嫌隙,訴苦,歸咎;源自(μέμφομαι)*=指責)
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編
1) 嫌隙(1) 西3:13

English (Woodhouse)

blame

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)