πάννος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pannos
|Transliteration C=pannos
|Beta Code=pa/nnos
|Beta Code=pa/nnos
|Definition=ὁ, = Lat. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[pannus]], <span class="bibl">D.C.49.36</span>.</span>
|Definition=ὁ, = Lat. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pannus]], <span class="bibl">D.C.49.36</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:35, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάννος Medium diacritics: πάννος Low diacritics: πάννος Capitals: ΠΑΝΝΟΣ
Transliteration A: pánnos Transliteration B: pannos Transliteration C: pannos Beta Code: pa/nnos

English (LSJ)

ὁ, = Lat. A pannus, D.C.49.36.

Greek (Liddell-Scott)

πάννος: ὁ, = τῷ λατ. pannus, ῥάκος, «πανί», Δίων K. 49. 36.

Greek Monolingual

ο / πάννος ΝΑ
νεοελλ.
1. ιατρ. παθολογικό αγγειακό δίκτυο που αναπτύσσεται στην επιπολής στιβάδα του κερατοειδούς του οφθαλμού και το οποίο αποτελεί ένα από τα κυριότερα σημεία του τραχώματος
2. φρ. «αρθρικός πάννος»
ιατρ. κοκκιωματώδης ιστός που σχηματίζεται στις αρθρώσεις υποκαθιστώντας τις κατεστραμμένες αρθρικές επιφάνειες
αρχ.
πανί, κουρέλι, ράκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pannus «πανί»].