προοπτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prooptikos
|Transliteration C=prooptikos
|Beta Code=prooptiko/s
|Beta Code=prooptiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[for foreseeing]], <b class="b3">Προοπτικόν, τό,</b> title of work by Heraclides, <span class="bibl">D.L.5.88</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[for foreseeing]], <b class="b3">Προοπτικόν, τό,</b> title of work by Heraclides, <span class="bibl">D.L.5.88</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 21:45, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προοπτικός Medium diacritics: προοπτικός Low diacritics: προοπτικός Capitals: ΠΡΟΟΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prooptikós Transliteration B: prooptikos Transliteration C: prooptikos Beta Code: prooptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for foreseeing, Προοπτικόν, τό, title of work by Heraclides, D.L.5.88.

Greek (Liddell-Scott)

προοπτικός: -ή, -όν, ὁ, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρόβλεψιν, προορατικός· Προοπτικά, τά, ὄνομα συγγράμματος τοῦ Ἡρακλείδου, Διογ. Λ. 5. 88.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προοπτικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προοπτική
2. αυτός που απεικονίζεται με βάση τους κανόνες της προοπτικής (α. «προοπτικό σχέδιο»)
3. το θηλ. ως ουσ. βλ. προοπτική
4. το αρσ. ως ουσ. ο προοπτικός
(ανατ.) το πρόσθιο τμήμα του υποθαλάμου που βρίσκεται μπροστά από το οπτικό χίασμα και συνδέεται λειτουργικά με την υπόφυση
5. φρ. «προοπτική προβολή»
(φωτογραμμ.) η προβολή σημείων πάνω σε ένα επίπεδο η οποία χρησιμοποιεί την τεχνική της προοπτικής
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόβλεψη, προορατικός.
επίρρ...
προοπτικώς και προοπτικά Ν
1. (καλ. τεχν.) με προοπτική, σύμφωνα με τους κανόνες της προοπτικής
2. στο μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὀπτικός (< θ. οπ- του ὄπωπα)].

Russian (Dvoretsky)

προοπτικός: касающийся предвидения: τὰ Προοπτικά Diog. L. «О предвидении» (сочинение Гераклита).