σίντης: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sintis | |Transliteration C=sintis | ||
|Beta Code=si/nths | |Beta Code=si/nths | ||
|Definition=ου, ὁ, (σίνομαι) poet. word, <span class="sense"> | |Definition=ου, ὁ, (σίνομαι) poet. word, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[σίνις]], [[ravening]], of the lion, <span class="bibl">Il. 11.481</span>, <span class="bibl">20.165</span>; of the wolf, <span class="bibl">16.353</span>: with a fem. Subst., σίνταο φάλαγγος <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>715</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Subst., = [[ἔχις]], ib.<span class="bibl">623</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[spoiler]], [[thief]], <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>4.602</span>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>7.115. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[hoopoe]], Hsch. s.v. [[μακεσίκρανος]] ([[σιήτην]] cod.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:02, 31 December 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, (σίνομαι) poet. word, A = σίνις, ravening, of the lion, Il. 11.481, 20.165; of the wolf, 16.353: with a fem. Subst., σίνταο φάλαγγος Nic.Th.715. 2 Subst., = ἔχις, ib.623. 3 spoiler, thief, Opp.H.4.602, Cat.Cod.Astr.7.115. 4 hoopoe, Hsch. s.v. μακεσίκρανος (σιήτην cod.).
German (Pape)
[Seite 883] ὁ, der Räuberische, Reißende; Beiwort des Löwen u. des Wolfes, Il. 11, 481. 16, 353. 20, 165; auch von der Spinne, φάλαγξ, Nic. Th. 715.
Greek (Liddell-Scott)
σίντης: -ου, ὁ, (σίνομαι) ποιητ. λέξ., ὁ σπαράττων, διασχίζων, ἁρπακτικός, ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὡς βραδύτερον τὸ σίνις. Ἰλ. Λ. 481, Υ. 165· ἐπὶ τοῦ λύκου, Π. 353· μετὰ θηλ. οὐσιαστ., σίνταο φάλαγγος Νικ. Θηρ. 715. 2) ὡς οὐσιαστ., = ἔχις, αὐτόθι 623· ὁ διαρπάζων, κλέπτης, Ὀππ. Ἁλ. 4. 602. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίνται· κακοῦργοι». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pillard, voleur, rapace.
Étymologie: σίνω.
English (Autenrieth)
ravening. (Il.)
Greek Monolingual
και σίντις και σίντος, ὁ, ΜΑ σίνομαι
(κυρίως για λιοντάρι ή λύκο και, μτφ., για τον διάβολο) αυτός που κατασπαράζει
αρχ.
1. έχιδνα, οχιά
2. ληστής, κακούργος.
Greek Monotonic
σίντης: -ου, ὁ (σίνομαι), καταστροφικός, ολέθριος, κλέφτης, αρπακτικός, λέγεται για άγρια θηρία, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
σίντης: ου adj. m грабящий, разоряющий, хищный (λέων, λύκοι Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σίντης -ου, ὁ [σίνομαι] roofdier.
Middle Liddell
σίντης, ου, ὁ, σίνομαι
destructive, ravenous, of wild beasts, Il.