χειμάρροος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheimarroos
|Transliteration C=cheimarroos
|Beta Code=xeima/rroos
|Beta Code=xeima/rroos
|Definition=ον, contr. χειμάρρους, ουν, and shortened χείμαρρος, ον: (χεῖμα, ῥέω):—<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">winter-flowing, swollen by rain and melted snow</b>, of mountain-streams, </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">I</span> joined with <b class="b3">ποταμός, ὅν τε</b> [the stone] ποταμὸς χειμάρροος ὤσῃ <span class="bibl">Il.13.138</span>; ὡς δ' ὁπότε πλήθων ποταμὸς πεδίονδε κάτεισιν χειμάρρους κατ' ὄρεσφιν <span class="bibl">11.493</span>: freq. in contracted forms, ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ <span class="bibl">5.88</span>; ὡς δ' ὅτε χείμαρροι ποταμοὶ κατ' ὄρεσφι ῥέοντες <span class="bibl">4.452</span>; χειμάρρῳ ποταμῷ ἴκελος <span class="bibl">Hdt.3.81</span>, cf. <span class="bibl">Thgn.348</span>; παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>712</span>; φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>449</span> (troch.); διὰ χειμάρρου νάπης <span class="bibl">Id.<span class="title">Ba.</span>1093</span>; χαράδρα χ. <span class="bibl">Plb.10.30.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">πλεκτάνη χειμάρροος</b> seems to be [[rushing]], [[furious]] lightning <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>281</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst., [[torrent]], <span class="bibl">Pl. <span class="title">Lg.</span>736b</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.4.7</span>; ὥσπερ χειμάρρους ἂν εἰς τὴν πόλιν εἰσέπεσε <span class="bibl">D.18.153</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> simply, [[river]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Nu.</span>34.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[drain]], [[gutter]], οἱ ἐκ τῶν οἰκιῶν χ. <span class="bibl">D.55.19</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> [[valley]], [[watercourse]], <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ki.</span>3.16</span>. (Plur. accented [[χείμαρροι]] by Ptol.Ascal., [[χειμάρροι]] by Nicias, <span class="bibl">Eust. 496.37</span>; later nom. χείμαρρος <span class="bibl">Paus.9.33.7</span>, <span class="bibl">10.37.3</span>, acc. χείμαρρον LXX l.c. cod.Alex., <span class="title">Ps.</span>123(124).4, <span class="bibl">Paus.1.35.7</span>.)</span>
|Definition=ον, contr. χειμάρρους, ουν, and shortened χείμαρρος, ον: (χεῖμα, ῥέω):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">winter-flowing, swollen by rain and melted snow</b>, of mountain-streams, </span><span class="sense"><span class="bld">I</span> joined with <b class="b3">ποταμός, ὅν τε</b> [the stone] ποταμὸς χειμάρροος ὤσῃ <span class="bibl">Il.13.138</span>; ὡς δ' ὁπότε πλήθων ποταμὸς πεδίονδε κάτεισιν χειμάρρους κατ' ὄρεσφιν <span class="bibl">11.493</span>: freq. in contracted forms, ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ <span class="bibl">5.88</span>; ὡς δ' ὅτε χείμαρροι ποταμοὶ κατ' ὄρεσφι ῥέοντες <span class="bibl">4.452</span>; χειμάρρῳ ποταμῷ ἴκελος <span class="bibl">Hdt.3.81</span>, cf. <span class="bibl">Thgn.348</span>; παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>712</span>; φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>449</span> (troch.); διὰ χειμάρρου νάπης <span class="bibl">Id.<span class="title">Ba.</span>1093</span>; χαράδρα χ. <span class="bibl">Plb.10.30.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">πλεκτάνη χειμάρροος</b> seems to be [[rushing]], [[furious]] lightning <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>281</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst., [[torrent]], <span class="bibl">Pl. <span class="title">Lg.</span>736b</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.4.7</span>; ὥσπερ χειμάρρους ἂν εἰς τὴν πόλιν εἰσέπεσε <span class="bibl">D.18.153</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> simply, [[river]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Nu.</span>34.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[drain]], [[gutter]], οἱ ἐκ τῶν οἰκιῶν χ. <span class="bibl">D.55.19</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[valley]], [[watercourse]], <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ki.</span>3.16</span>. (Plur. accented [[χείμαρροι]] by Ptol.Ascal., [[χειμάρροι]] by Nicias, <span class="bibl">Eust. 496.37</span>; later nom. χείμαρρος <span class="bibl">Paus.9.33.7</span>, <span class="bibl">10.37.3</span>, acc. χείμαρρον LXX l.c. cod.Alex., <span class="title">Ps.</span>123(124).4, <span class="bibl">Paus.1.35.7</span>.)</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:20, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμάρροος Medium diacritics: χειμάρροος Low diacritics: χειμάρροος Capitals: ΧΕΙΜΑΡΡΟΟΣ
Transliteration A: cheimárroos Transliteration B: cheimarroos Transliteration C: cheimarroos Beta Code: xeima/rroos

English (LSJ)

ον, contr. χειμάρρους, ουν, and shortened χείμαρρος, ον: (χεῖμα, ῥέω):—A winter-flowing, swollen by rain and melted snow, of mountain-streams, I joined with ποταμός, ὅν τε [the stone] ποταμὸς χειμάρροος ὤσῃ Il.13.138; ὡς δ' ὁπότε πλήθων ποταμὸς πεδίονδε κάτεισιν χειμάρρους κατ' ὄρεσφιν 11.493: freq. in contracted forms, ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ 5.88; ὡς δ' ὅτε χείμαρροι ποταμοὶ κατ' ὄρεσφι ῥέοντες 4.452; χειμάρρῳ ποταμῷ ἴκελος Hdt.3.81, cf. Thgn.348; παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις S.Ant.712; φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι E.Tr.449 (troch.); διὰ χειμάρρου νάπης Id.Ba.1093; χαράδρα χ. Plb.10.30.2. 2 πλεκτάνη χειμάρροος seems to be rushing, furious lightning A.Fr.281. II Subst., torrent, Pl. Lg.736b, X.HG4.4.7; ὥσπερ χειμάρρους ἂν εἰς τὴν πόλιν εἰσέπεσε D.18.153. 2 simply, river, LXX Nu.34.5. 3 drain, gutter, οἱ ἐκ τῶν οἰκιῶν χ. D.55.19. 4 valley, watercourse, LXX 4 Ki.3.16. (Plur. accented χείμαρροι by Ptol.Ascal., χειμάρροι by Nicias, Eust. 496.37; later nom. χείμαρρος Paus.9.33.7, 10.37.3, acc. χείμαρρον LXX l.c. cod.Alex., Ps.123(124).4, Paus.1.35.7.)

Greek (Liddell-Scott)

χειμάρροος: -ον, κατ’ Ἀττ. συναίρ. -ρρους, ουν, καὶ συντετμημένον χείμαρρος, ον· (χεῖμα, ῥέω)· ― ὁ ῥέων κατὰ τὸν χειμῶνα, ἐξογκούμενος ὑπὸ τῶν βροχῶν καὶ τῆς τηκομένης χιόνος, ἐπίθ. τῶν ἐκ τῶν ὀρέων κατερχομένων ὑδάτων καὶ ποταμίων. 1) συνημμένον τῷ ποταμός, ὃν τε [δηλ. ὁλοοίτροχον] ποταμὸς χειμάρροος ὤσῃ Ἰλ. Ν. 138· ὡς δ’ ὁπότε πλήθων ποταμὸς πεδίονδε κάτεισιν χειμάρρους κατ’ ὄρεσφιν Λ. 492· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ὡσαύτως ποιεῖται χρῆσιν τοῦ τύπου χείμαρρος, ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ Ε. 88· ὡς δ’ ὅτε χείμαρροι ποταμοὶ κατ’ ὄρεσφι ῥέοντες Δ. 452· ― οὕτω, χειμάρρῳ ποταμῷ ἴκελος Ἡρόδ. 3. 81, πρβλ. Θέογν. 348· οὕτω παρ’ Ἀττ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ τύπῳ χείμαρρος, παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις Σοφ. Ἀντιγ. 712, φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι Εὐρ. Τρῳ. 449· διὰ χειμάρρου νάπης ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1093· οὕτω, χαράδρα χ. Πολύβ. 10. 30, 2. 2) ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280, πλεκτάνη χειμάρροος φαίνεται ὅτι σημαίνει ἀστραπὴν ὁρμητικῶς φερομένην (πρβλ. πυρὸς βόστρυχος), ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 1044. ΙΙ. ὡς οὐσ. (ἄνευ τοῦ ποταμός), ὡς καὶ νῦν, ξηροπόταμον ὅπερ ἐν καιρῷ ῥαγδαίας βροχῆς γίνεται ὁρμητικώτατος ποταμός, Πλάτ. Νόμ. 736Α, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 7· ὥσπερ χειμάρρους ἂν εἰς τὴν πόλιν κατέπεσε Δημ. 278. 9· μεταφορ., σὺν χειμάρρῳ, παρασυρόμενος ὑπὸ τοῦ ὁρμητικοῦ χειμάρρου, Πίνδ. Ἀποσπ. 90. 2) ὡς τὸ χαράδρα ΙΙ. 2, ὀχετὸς ἢ ἀγωγὸς ὕδατος, Δημ. 1277. 5. (Οἱ παλαιοὶ ἑρμηνευταὶ τοῦ Ὁμήρου διέφερον ὡς πρὸς τὸν τονισμὸν τῆς λέξεως χειμαρρος, ― οἱ μὲν τονίζοντες ὡς εἰ ἦτο ἀνεξάρτητον οὐσιαστικ. χείμαρρος, οἱ δὲ ὡς ἐπίθ. χειμάρρος (ἀντὶ χειμάρροος), Εὐστάθ. 496. 38· ὁ Δινδ., ἑπόμενος τῷ Payne Knight, προτείνει ἀντὶ χειμάρρος νὰ γράφηται χειμάροος, κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ὠκύροος).

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
formé ou grossi par des pluies d’orage ou d’hiver;
χειμάρροος, torrent.
Étymologie: χεῖμα, ῥέω.

English (Autenrieth)

(σρέω), χειμάρρους, χείμαρρος: flooded with winter snow, winter-flowing.

Greek Monotonic

χειμάρροος: -ον, σε Αττ. συνηρ. -ρους, -ουν, και χείμαρ-ρος, -ον (ῥέω
I. 1. αυτός που ρέει το χειμώνα, μουσκεμένος από το νερό της βροχής και το λιωμένο χιόνι, ποταμὸς χείμαρρος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις, σε Σοφ.· φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι, σε Ευρ.
II. 1. ως ουσ. (χωρίς το ποταμός), χείμαρρος, σε Ξεν., Δημ.
2. όπως χαράδρα II. 2., σωλήνας, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

χειμάρροος:
I стяж. χειμάρρους, тж. χείμαρρος 2 вздувшийся (от дождей или талых снегов), стремительный, бурный (ποταμός Hom.; ῥεῖθρα Soph.; ὕδωρ Eur.; χαράδρα Polyb.).
II стяж. χειμάρρους, тж. χείμαρρος
1) (бурный) поток Xen., Plat., Dem., Plut.;
2) отводной канал, водосток Dem.