χαμᾶζε: Difference between revisions
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chamaze | |Transliteration C=chamaze | ||
|Beta Code=xama=ze | |Beta Code=xama=ze | ||
|Definition=Adv., (χαμαί) <span class="sense"> | |Definition=Adv., (χαμαί) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[to the ground]], [[on the ground]], freq. in Hom., ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χ. <span class="bibl">Il.3.29</span>, al.; <b class="b3">ἀπὸ πύργου βαῖνε χ</b>. stepped [[to the ground]], <span class="bibl">21.529</span>; [κεραυνὸν] ἧκε χ. <span class="bibl">8.134</span>, cf. <span class="bibl">14.497</span>, <span class="bibl">20.461</span>; χ. κάππεσεν <span class="bibl">15.537</span>; τόξον . . θῆκε χ. <span class="bibl">Od.21.136</span>, cf.<span class="bibl">22.340</span>: rare in Trag. and Com., <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>633</span> (troch.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>341</span>, <span class="bibl">344</span> (both troch.); μὴ πέσῃ χ. <span class="bibl">Id.<span class="title">V.</span>1012</span> (lyr.); χ. προβαίνουσα <span class="bibl">Babr. 115.13</span>; freq. in later Prose, χ. θυρεοῖς κεκλιμένοις <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sull.</span>28</span>; ἔχειν χ. δύ' ὀβολώ <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>2</span>. (On the exceptional accent cf. Ael. Dion.<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>322</span>, Hdn.Gr.<span class="bibl">2.951</span>.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:25, 31 December 2020
English (LSJ)
Adv., (χαμαί) A to the ground, on the ground, freq. in Hom., ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χ. Il.3.29, al.; ἀπὸ πύργου βαῖνε χ. stepped to the ground, 21.529; [κεραυνὸν] ἧκε χ. 8.134, cf. 14.497, 20.461; χ. κάππεσεν 15.537; τόξον . . θῆκε χ. Od.21.136, cf.22.340: rare in Trag. and Com., E.Ba.633 (troch.), Ar.Ach.341, 344 (both troch.); μὴ πέσῃ χ. Id.V.1012 (lyr.); χ. προβαίνουσα Babr. 115.13; freq. in later Prose, χ. θυρεοῖς κεκλιμένοις Plu.Sull.28; ἔχειν χ. δύ' ὀβολώ Luc.Lex.2. (On the exceptional accent cf. Ael. Dion.Fr.322, Hdn.Gr.2.951.)
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμᾶζε: ἐπίρρ., (χαμαὶ) εἰς τὸ ἔδαφος, ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, χαμαί, κατὰ γῆς, Λατ. humi, συχν. παρ’ Ὁμ., ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χ. Ἰλ. Γ. 29 κλπ.˙ ἀπὸ πύργου βαῖνε χαμᾶζε Φ. 529˙ [κεραυνὸν] ἧκε χ. Θ. 134, πρβλ. Ξ. 497, Υ. 461˙ χ. κάππεσεν Ο. 537˙ τόξον ... θῆκε χ. Ὀδ. Φ. 136, πρβλ. Χ. 340˙ - σπάνιον παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Βάκχ. 633, Ἀριστοφ. Ἀχ. 341, 344˙ χ. πίπτειν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1012˙ ἀλλὰ συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, χ. κεκλιμένους Πλουτ. Σύλλ. 28˙ ἔχειν χ. δύ’ ὀβολὼ Λουκ. Λεξιφ. 2, κλπ. (Ὁ τονισμὸς χαμᾶζε ἰδιαιτέρως σημειοῦται ὡς ἐξαιρετικός, διότι αἱ ὅμοιαι λέξεις ἔραζε, θύραζε, Ἀθήναζε εἶναι προπαροξ.˙ ἴδε Ἀρκάδ. 183, Αἰλ. Διονύσ. παρὰ Φαβωρίν. ἐν λ., Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29.).
French (Bailly abrégé)
adv.
sur ou vers la terre, à terre.
Étymologie: χαμαί.
English (Autenrieth)
(χαμαί): to the ground, down; to or into the earth, Il. 8.134, Od. 21.136.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (επικ. τ.) χαμάδις, χαμαί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαί + επιρρμ. κατάλ. -ζε κατά τα Ἀθήν-ᾱζε, θύρ-ᾱζε].
Greek Monotonic
χᾰμᾶζε: επίρρ. (χαμαί), στο έδαφος, πάνω στο έδαφος, Λατ. humi, σε Όμηρ., Ευρ., Αριστοφ.
Middle Liddell
χαμαί
to the ground, on the ground, Lat. humi, Hom., Eur., Ar.