μεσήμβριος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
m (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mesimvrios | |Transliteration C=mesimvrios | ||
|Beta Code=mesh/mbrios | |Beta Code=mesh/mbrios | ||
|Definition=α, ον, = foreg. ''ΙΙ'', | |Definition=α, ον, = foreg. ''ΙΙ'', ([[ὕδατα]]) Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.5.3.17</span>: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεσήμβριος]], -ία, -ον (Α) [[μεσημβρία]]<br />αυτός που [[είναι]] στραμμένος [[προς]] τη [[μεσημβρία]], ο [[μεσημβρινός]], ο [[νότιος]]. | |mltxt=[[μεσήμβριος]], -ία, -ον (Α) [[μεσημβρία]]<br />αυτός που [[είναι]] στραμμένος [[προς]] τη [[μεσημβρία]], ο [[μεσημβρινός]], ο [[νότιος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:53, 10 January 2021
English (LSJ)
α, ον, = foreg. ΙΙ, (ὕδατα) Ruf. ap. Orib.5.3.17:
Greek Monolingual
μεσήμβριος, -ία, -ον (Α) μεσημβρία
αυτός που είναι στραμμένος προς τη μεσημβρία, ο μεσημβρινός, ο νότιος.