άλοφος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
(3) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄλοφος]], -ον) | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄλοφος]], -ον) ([[λόφος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για τόπους) αυτός που δεν έχει λόφους<br /><b>αρχ.</b><br />(για περικεφαλαίες) αυτή που δεν έχει [[λοφίο]]. | ||
}} | }} |