άλοφος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
(3)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄλοφος]], -ον) [[[λόφος]]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για τόπους) αυτός που δεν έχει λόφους<br /><b>αρχ.</b><br />(για περικεφαλαίες) αυτή που δεν έχει [[λοφίο]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄλοφος]], -ον) ([[λόφος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για τόπους) αυτός που δεν έχει λόφους<br /><b>αρχ.</b><br />(για περικεφαλαίες) αυτή που δεν έχει [[λοφίο]].
}}
}}

Latest revision as of 16:17, 12 January 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄλοφος, -ον) (λόφος)
νεοελλ.
(για τόπους) αυτός που δεν έχει λόφους
αρχ.
(για περικεφαλαίες) αυτή που δεν έχει λοφίο.