κάττυμα: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(nl)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κάττυμα
|Medium diacritics=κάττυμα
|Low diacritics=κάττυμα
|Capitals=ΚΑΤΤΥΜΑ
|Transliteration A=káttyma
|Transliteration B=kattyma
|Transliteration C=kattyma
|Beta Code=ka/ttuma
|Definition=''Attic'' for [[κάσσυμα]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1406.png Seite 1406]] att. = [[κασσίτερος]], [[κάσσυμα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1406.png Seite 1406]] att. = [[κασσίτερος]], [[κάσσυμα]].
Line 15: Line 26:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κάττυμα -ατος, τό Ion. κάσσυμα [καττύω] schoenzool.
|elnltext=κάττυμα -ατος, τό Ion. κάσσυμα [καττύω] schoenzool.
}}
}}

Revision as of 10:45, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάττυμα Medium diacritics: κάττυμα Low diacritics: κάττυμα Capitals: ΚΑΤΤΥΜΑ
Transliteration A: káttyma Transliteration B: kattyma Transliteration C: kattyma Beta Code: ka/ttuma

English (LSJ)

Attic for κάσσυμα.

German (Pape)

[Seite 1406] att. = κασσίτερος, κάσσυμα.

French (Bailly abrégé)

att. p. κάσσυμα.

Greek Monolingual

το (ΑΜ κάττυμα, Α και κάσσυμα) καττύω
πέλμα υποδήματος από σκληρό δέρμα, η σόλα («προσερραμένα τοῑς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.)
νεοελλ.
κομμάτι από δέρμα που αντικαθιστά φθαρμένη σόλα
μσν.
μπάλωμα
αρχ.
1. είδος ελαφρών υποδημάτων
2. είδος μελωδίας που παιζόταν με την κιθάρα
3. (κατά τον Ησύχ.) δόλος, κατεργαριά.

Greek Monotonic

κάττῡμα: καττύω, Αττ. αντί κάσσυμα, κασσύω.

Russian (Dvoretsky)

κάττυμα: ατος τό атт. = κάσσυμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάττυμα -ατος, τό Ion. κάσσυμα [καττύω] schoenzool.