μεταγινώσκω: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
(24) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μεταγινώσκω | |||
|Medium diacritics=μεταγινώσκω | |||
|Low diacritics=μεταγινώσκω | |||
|Capitals=ΜΕΤΑΓΙΝΩΣΚΩ | |||
|Transliteration A=metaginṓskō | |||
|Transliteration B=metaginōskō | |||
|Transliteration C=metaginosko | |||
|Beta Code=metaginw/skw | |||
|Definition=Ionic and later form for [[μεταγιγνώσκω]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0145.png Seite 145]] spätere Form für [[μεταγιγνώσκω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0145.png Seite 145]] spätere Form für [[μεταγιγνώσκω]]. |
Latest revision as of 11:05, 31 January 2021
English (LSJ)
Ionic and later form for μεταγιγνώσκω.
German (Pape)
[Seite 145] spätere Form für μεταγιγνώσκω.
French (Bailly abrégé)
c. μεταγιγνώσκω.
Greek Monolingual
(ΑM μεταγιγνώσκω και μεταγινώσκω)
αλλάζω γνώμη, μετανοώ, μεταμελούμαι («μεταγνοὺς ἄν ὀρθῶς βουλεύσαιτο», Αντιφ.)
αρχ.
1. γνωρίζω, καταλαβαίνω κάτι πολύ αργά («Ἄτας δ' ἀπάταν μεταγνούς», Αισχύλ.)
2. μεταβάλλω, τροποποιώ προηγούμενη απόφαση («μὴ μεταγνῶναι ὑμᾱς, τὰ προδεδογμένα», Θουκ.)
3. (με απρμφ.) αλλάζω γνώμη και κάτι διαφορετικό («ἐν δὲ τῇ ὑστεραίᾳ μετέγνωσαν Κερκυραίοις ξυμμαχίαν μὲν μὴ ποιήσασθαι», Θουκ.).