βιολογικός: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=viologikos | |Transliteration C=viologikos | ||
|Beta Code=biologiko/s | |Beta Code=biologiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of a]] [[βιολόγος]], [[κωμῳδίαι]], = [[μῖμοι]], Suid. s.v. [[Φιλιστίων]].</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of a]] [[βιολόγος]], [[κωμῳδίαι]], = [[μῖμοι]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Φιλιστίων]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:30, 1 February 2021
English (LSJ)
ή, όν, A of a βιολόγος, κωμῳδίαι, = μῖμοι, Suid. s.v. Φιλιστίων.
Greek (Liddell-Scott)
βιολογικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς βιολόγον, Σουΐδ ἐν λέξει Φιλιστίων.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
de costumbres κωμῳδίαι e.d. mimos Sud.s.u. Φιλιστίων.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ βιολογικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. ο σχετικός με τη βιολογία
2. φρ. α) «βιολογικό όπλο» — όπλο που χρησιμοποιεί ζωντανούς οργανισμούς (έντομα, μικρόβια) ώστε να προκαλέσει ασθένειες ή το θάνατο σε ανθρώπους, ζώα, φυτά
β) «βιολογικός πόλεμος» — πόλεμος που διεξάγεται με βιολογικά όπλα
γ) «βιολογικός καθαρισμός» — επεξεργασία υγρών αποβλήτων με τη βοήθεια βιολογικών διεργασιών ώστε να μη ρυπαίνονται οι αποδέκτες των λυμάτων (θάλασσες, ποταμοί, λίμνες, υπόγεια νερά, έδαφος)
δ) «βιολογική μηχανική» κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μηχανική ερμηνεία των ζωικών φαινομένων
μσν.
αυτός που ανήκει σε βιολόγο, σε ηθοποιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. βιολογικός < αρχ. βιολόγος «ηθοποιός» — ενώ το νεοελλ. βιολογικός < βιολογία. Ο νεώτερος όρος μαρτυρείται από το 1885 στον Εμ. Ροΐδη].