μητροπάτωρ: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μητρο- | |mdlsjtxt=μητρο-πᾰ́τωρ, ορος, ὁ,<br />one's [[mother]]'s [[father]], Il., Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:10, 4 February 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, A mother's father, grandfather, Il. 11.224, Hdt.1.75, 3.51, etc.
German (Pape)
[Seite 180] ορος, ὁ, der Vater der Mutter, der Großvater mütterlicherseits; Il. 11, 224; Her. 3, 51. 6, 131 u. Sp., wie Luc. Somn. 7.
Greek (Liddell-Scott)
μητροπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ τῆς μητρὸς πατήρ, πάππος πρὸς μητρός, Ἰλ. Λ. 224, Ἡρόδ. 1. 75., 3. 51, κλ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
aïeul maternel.
Étymologie: μήτηρ, πατήρ.
English (Autenrieth)
mother's father, maternal grandfather, Il. 11.224†.
Greek Monolingual
μητροπάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
ο παππούς από την πλευρά της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. θεο-πάτωρ.
Greek Monotonic
μητροπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ο πατέρας της μητέρας κάποιου, ο παππούς από την πλευρά της μητέρας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
μητροπάτωρ: ορος (ᾰ) ὁ дед с материнской стороны Hom., Her. etc.