σχοινοβάτης: Difference between revisions

From LSJ

βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά → there is much wisdom to be found in few words

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σχοινο-βά˘της, ου, ὁ, [[βαίνω]]<br />a [[rope]]-[[dancer]], [[schoenobates]] in Juven.
|mdlsjtxt=σχοινο-βᾰ́της, ου, ὁ, [[βαίνω]]<br />a [[rope]]-[[dancer]], [[schoenobates]] in Juven.
}}
}}

Revision as of 10:15, 4 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινοβάτης Medium diacritics: σχοινοβάτης Low diacritics: σχοινοβάτης Capitals: ΣΧΟΙΝΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: schoinobátēs Transliteration B: schoinobatēs Transliteration C: schoinovatis Beta Code: sxoinoba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (βαίνω) A rope dancer, Cat.Cod.Astr.8(4).213, Man.4.287, Gloss.; Lat. schoenobates, Juv.3.77:—hence σχοινοβατία, lon. σχοινοβατίη, ἡ, A rope dancing, interpol. in Hp.Vict.3.68; σχοινοβατική (sc. τέχνη), Sch.D.T.p.110H.

German (Pape)

[Seite 1057] ὁ, der Seiltänzer, Sp., wie Maneth. 4, 287.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω) ὡς καὶ νῦν, ὁ, βαδίζων ἢ χορεύων ἐπὶ σχοινίου τεταμένου, Τουρκ. «τζαμπάζης», Μανέθων 4. 287· schoenobates παρὰ Ἰουβεν. 3. 77.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui marche ou danse sur la corde.
Étymologie: σχοῖνος, βαίνω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. σχοινοβάτισσα Ν
αυτός που ισορροπεί, που περπατάει και εκτελεί ακροβατικές ασκήσεις πάνω σε τεντωμένο σχοινί
νεοελλ.
1. (γενικά) ακροβάτης
2. ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας phalangeridae, με το μοναδικό μεγαλόσωμο είδος Schoinobates volans, μήκους μέχρι 105 εκατοστόμετρα, που απαντά στην ανατολική Αυστραλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοίνος / σχοινί(ον) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. υπνο-βάτης.

Greek Monotonic

σχοινοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω), αυτός που βαδίζει ή χορεύει πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ακροβάτης, schoenobates στον Ιουβεν.

Middle Liddell

σχοινο-βᾰ́της, ου, ὁ, βαίνω
a rope-dancer, schoenobates in Juven.