κίνυγμα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "ί¯" to "ῑ́")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=κίνυγμα
|Full diacritics=κῑ́νυγμα
|Medium diacritics=κίνυγμα
|Medium diacritics=κίνυγμα
|Low diacritics=κίνυγμα
|Low diacritics=κίνυγμα
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κίνυγμα -τος, τό [κινύσσομαι] wat beweegt of bewogen wordt:. αἰθέριον κίνυγμ ’ speelbal van de wind Aeschl. PV 158.
|elnltext=κίνυγμα -τος, τό [κινύσσομαι] wat beweegt of bewogen wordt:. αἰθέριον κίνυγμ ’ speelbal van de wind Aeschl. PV 158.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῑ́νυγμα, ατος, τό, [[κινύσσομαι]]<br />[[anything]] moved [[about]], αἰθέριον κ. a [[sport]] for the winds of [[heaven]], Aesch.
|mdlsjtxt=κῑ́νυγμα, ατος, τό, [[κινύσσομαι]]<br />[[anything]] moved [[about]], αἰθέριον κ. a [[sport]] for the winds of [[heaven]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:44, 9 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑ́νυγμα Medium diacritics: κίνυγμα Low diacritics: κίνυγμα Capitals: ΚΙΝΥΓΜΑ
Transliteration A: kínygma Transliteration B: kinygma Transliteration C: kinygma Beta Code: ki/nugma

English (LSJ)

[ῑ], ατος, τό, (κινύσσομαι) A anything moved about, αἰθέριον κ. a sport for the winds of heaven, A.Pr.158 (anap.): misspelt κήνυγμα, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1441] τό, ein beweglicher, schwebender, schwankender Körper; νῦν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ τάλας ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα, sagt Prometheus von sich, Aesch. Prom. 157, als er an den Fellen geheftet zwischen Himmel u. Erde gleichsam in der Luft schwebt; die Alten erkl. εἴδωλον ἀέριον; v. l. κήνυγμα. Vgl. κινύσσομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κίνυγμα: ῑ, τό, (κινύσσομαι) πρᾶγμα κινούμενον τῇδε κἀκεῖσε, αἰθέριον κ., ὑπὸ τῶν ἀνέμων περιαγόμενον καὶ περιφερόμενον, Αἰσχύλ. Πρ. 157· πρβλ. αἰώρημα. ― κήνυγμα, κηνύσσεσθαι εἶναι ἁπλῶς σφάλματα παρ’ Ἡσυχ. καὶ Φωτ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
corps suspendu et en mouvement.
Étymologie: κινύσσω.

Greek Monolingual

κίνυγμα, τὸ (Α) κινύσσομαι
καθετί που είναι μετέωρο, που αιωρείται πέρα δώθε («νῡν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ τάλας ἐχθροῑς ἐπίχαρτα πέπονθα», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κίνυγμα: [ῑ], -ατος, τό (κινύσσομαι), οτιδήποτε τριγυρίζει, αἰθέριον κ., λέγεται για τους ανέμους του ουρανού, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κίνυγμα: ατος (ῑ) τό колеблемая вещь, раскачиваемое тело; αἰθέριον κ. Aesch. игралище ветров (о прикованном к скале Прометее).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίνυγμα -τος, τό [κινύσσομαι] wat beweegt of bewogen wordt:. αἰθέριον κίνυγμ ’ speelbal van de wind Aeschl. PV 158.

Middle Liddell

κῑ́νυγμα, ατος, τό, κινύσσομαι
anything moved about, αἰθέριον κ. a sport for the winds of heaven, Aesch.