λιπαυγής: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "τὸ" to "τὸ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιπαυγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που στερείται φωτός, [[σκοτεινός]], [[ανήλιος]]<br /><b>2.</b> [[τυφλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]] [[ἡ]] ή [[αὖγος]] [[τὸ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δι</i>-<i>αυγής</i>].
|mltxt=[[λιπαυγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που στερείται φωτός, [[σκοτεινός]], [[ανήλιος]]<br /><b>2.</b> [[τυφλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]] [[ἡ]] ή [[αὖγος]] τὸ), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δι</i>-<i>αυγής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:30, 12 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπαυγής Medium diacritics: λιπαυγής Low diacritics: λιπαυγής Capitals: ΛΙΠΑΥΓΗΣ
Transliteration A: lipaugḗs Transliteration B: lipaugēs Transliteration C: lipavgis Beta Code: lipaugh/s

English (LSJ)

ές, A deserted by light, dark, sunless, IG12(5).891.5 (Tenos), Orph.H.18.2; blind, AP9.13 (Pl. Jun.).

German (Pape)

[Seite 51] ές, ohne Licht, dunkel; Ταρτάριον λειμῶνα βαθύσκιον καὶ λιπ. Orph. H. 2, 2; blind, Plat. min. 1 u. Ep. ad. (IX, 13, 615).

Greek (Liddell-Scott)

λῐπαυγής: -ές, ἐστερημένος φωτός, σκοτεινός, ἀνήλιος, Ὀρφ. Ὕμν. 17. 2· τυφλός, Ἀνθ. Π. 9. 13· ἐντεῦθεν λιπαυγέω, χάνω τὸ φῶς μου, Βασίλ. ἐν βίῳ Ἁγ. Θέκλης 1, σ. 266· - ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 sans lumière, sombre, obscur;
2 aveugle.
Étymologie: λείπω, αὐγή.

Greek Monolingual

λιπαυγής, -ές (Α)
1. αυτός που στερείται φωτός, σκοτεινός, ανήλιος
2. τυφλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -αυγής (< αὐγή ή αὖγος τὸ), πρβλ. δι-αυγής].

Greek Monotonic

λῐπαυγής: -ές (αὐγή), αυτός που στερείται φωτός, σκοτεινός, ανήλιαγος, τυφλός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῐπαυγής: незрячий, слепой Anth.

Middle Liddell

λῐπ-αυγής, ές αὐγή
deserted by light, blind, Anth.