τερατώδης: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=teratodis | |Transliteration C=teratodis | ||
|Beta Code=teratw/dhs | |Beta Code=teratw/dhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[portentous]], [[prodigious]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>364</span>; <b class="b3">σοφία τ</b>. <span class="bibl">X. <span class="title">Ep.</span>1</span>; also of men, | |Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[portentous]], [[prodigious]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>364</span>; <b class="b3">σοφία τ</b>. <span class="bibl">X. <span class="title">Ep.</span>1</span>; also of men, τερατώδης εἰς σοφίαν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>296e</span>; τὸ τερατῶδες <span class="bibl">Arist. <span class="title">Po.</span>1453b9</span>; τ. ἀναπλασμοί Metrod.<span class="title">Herc.</span>831.5, cf. <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>7.206c</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[monstrous]], of strange births ([[τέρας]] <span class="bibl">11.2</span>), <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>772a36</span>, al., <span class="bibl">Sor. 2.55</span>; <b class="b3">τὰ τερατώδη</b> <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sign.</span>7</span>; <b class="b3">τ. ζῴδια</b>, viz. Pisces, Cancer, Scorpio, Capricorn, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>1.166: Sup., τερατωδεστάτη [[ὄψις]] <span class="bibl">Ph.2.99</span>, cf. <span class="bibl">Phld. <span class="title">Mort.</span>38</span>. Adv. [[τερατωδῶς]], opp. [[κατὰ φύσιν]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>496b18</span>, cf. <span class="bibl">D.S.1.26</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:53, 27 February 2021
English (LSJ)
ες, A portentous, prodigious, Ar.Nu.364; σοφία τ. X. Ep.1; also of men, τερατώδης εἰς σοφίαν Pl.Euthd.296e; τὸ τερατῶδες Arist. Po.1453b9; τ. ἀναπλασμοί Metrod.Herc.831.5, cf. Jul.Or.7.206c. II monstrous, of strange births (τέρας 11.2), Arist.GA772a36, al., Sor. 2.55; τὰ τερατώδη Phld.Sign.7; τ. ζῴδια, viz. Pisces, Cancer, Scorpio, Capricorn, Cat.Cod.Astr.1.166: Sup., τερατωδεστάτη ὄψις Ph.2.99, cf. Phld. Mort.38. Adv. τερατωδῶς, opp. κατὰ φύσιν, Arist.HA496b18, cf. D.S.1.26.
German (Pape)
[Seite 1093] ες, einem Wunder od. einem Vorzeichen ähnlich, wunderbar od. bedeutungsvoll; Ar. Nubb. 363; ἄνθρωποι εἰς σοφίαν τερατώδεις, Plat. Euthyd. 296 e; τὸ τερ., Arist. poet. 14; τὰ τερατώδη καὶ τραγικά, Plut. Thes. 1.
Greek (Liddell-Scott)
τερᾰτώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς τέρας, προμηνύων τι, θαυμάσιος, μέγας, ὦ γῆ, τοῦ φθέγματος, ὡς ἱερὸν καὶ σεμνὸν καὶ τερατῶδες Ἀριστοφ. Νεφέλ. 364· σοφία τ. Ξεν. Ἐπιστ. 1. 8· ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθρώπων, οὕτως εἰς σοφίαν τερατώδεσιν ἀνθρώποις Πλάτ. Εὐθύδ. 296Ε· τὸ τερατῶδες Ἀριστ. Ποιητ. 14. 4. ΙΙ. ὁ ἔχων μορφὴν ἢ σχῆμα παρὰ φύσιν, ἔκτρωμα, (τέρας ΙΙ. 2), ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 5, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -δῶς, ἀντίθετον τῷ κατὰ φύσιν, αὐτόθι 1. 17. 9.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
extraordinaire, prodigieux.
Étymologie: τέρας, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες /τερατώδης, -ῶδες, ΝΜΑ τέρας, -ατος]
1. όμοιος με τέρας, τερατοειδής, υπερφυσικός («ὦ Γῆ τοῡ φθέγματος, ὡς ἱερὸν καὶ σεμνὸν καὶ τερατῶδες», Αριστοφ.)
2. αυτός που έχει μορφή ή σχήμα που αντιβαίνει στους νόμους της φύσης, μη φυσιολογικός, τερατόμορφος, δύσμορφος
νεοελλ.
μτφ. αισχρός, ανήθικος, αποτροπιαστικός, αηδιαστικός (α. «τερατώδες ψέμα» β. «τερατώδες έγκλημα»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τερατῶδες
η τερατωδία
2. φρ. «τερατώδη ζῴδια» — τα ζώδια τών Ιχθύων, του Σκορπιού, του Καρκίνου και του Αιγόκερου.
επίρρ...
τερατωδώς / τερατωδῶς ΝΜΑ
με τερατώδη τρόπο
αρχ.
αντίθετα προς τους νόμους της φύσης.
Greek Monotonic
τερᾰτώδης: -ες (εἶδος), παράδοξος, όμοιος με τέρας, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
τερᾰτώδης:
1) чудесный (τὸ φθέγμα Arph.);
2) изумительный, диковинный: οἱ εἰς σοφίαν τερατώδεις ἄνθρωποι Plat. люди изумительной мудрости;
3) уродливый, ненормальный (οἱ νεοττοί Arst.).
Middle Liddell
τερᾰτ-ώδης, ες εἶδος
portentous, Ar., Plat.