καταλαλώ: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
(19)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM καταλαλῶ, -έω)<br />[[κατηγορώ]], [[κακολογώ]], [[συκοφαντώ]] («τὸν μὲν Φάβιον κατελάλει πρὸς πάντας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαλαλώ]], μεγαλοφωνώ) («τὶ δὲ τοῑς [[θύραζε]] ταῡτα καταλαλῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενοχλώ]] κάποιον με τη [[φλυαρία]] μου<br /><b>3.</b> [[απευθύνω]] τον λόγο σε κάποιον.
|mltxt=(AM καταλαλῶ, -έω)<br />[[κατηγορώ]], [[κακολογώ]], [[συκοφαντώ]] («τὸν μὲν Φάβιον κατελάλει πρὸς πάντας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαλαλώ]], μεγαλοφωνώ) («τὶ δὲ τοῖς [[θύραζε]] ταῡτα καταλαλῶν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενοχλώ]] κάποιον με τη [[φλυαρία]] μου<br /><b>3.</b> [[απευθύνω]] τον λόγο σε κάποιον.
}}
}}

Revision as of 18:00, 25 March 2021

Greek Monolingual

(AM καταλαλῶ, -έω)
κατηγορώ, κακολογώ, συκοφαντώ («τὸν μὲν Φάβιον κατελάλει πρὸς πάντας», Πολ.)
αρχ.
1. διαλαλώ, μεγαλοφωνώ) («τὶ δὲ τοῖς θύραζε ταῡτα καταλαλῶν», Αριστοφ.)
2. ενοχλώ κάποιον με τη φλυαρία μου
3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον.