προσεγγίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, [[προσεγγιάζω]] Α<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κοντά]], [[κάνω]] [[κάτι]] να πλησιάσει [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «προσπάθησε να προσεγγίσει τα δύο [[άκρα]] του ελάσματος» β. «ἥρεμα χείλη προσεγγίσας χείλεσιν», Λουκ.)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[έρχομαι]] [[κοντά]], [[πλησιάζω]], [[ζυγώνω]] (α. «[[αύριο]] το [[διαστημόπλοιο]] θα προσεγγίσει τον Άρη» β. «[[ὥστε]] μηδένα δύνασθαι τοῑς τόποις προσεγγίζειν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) [[εισέρχομαι]] σε [[λιμάνι]], [[σταθμεύω]] («το [[πλοίο]] θα προσεγγίσει στην Τήνο, στη Μύκονο και στη Δήλο»)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) δεν [[απέχω]] πολύ, [[επίκειμαι]], [[κοντεύω]] («προσεγγίζουν οι εξετάσεις»)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[θέμα]], [[ζήτημα]], [[πρόβλημα]]) [[αντιμετωπίζω]], [[εξετάζω]], [[πραγματεύομαι]] («ο [[συγγραφέας]] προσεγγίζει την [[περίπτωση]] αυτή με ευρύ [[πνεύμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />έχω ερωτικές σχέσεις με κάποιον.
|mltxt=ΝΜΑ, [[προσεγγιάζω]] Α<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κοντά]], [[κάνω]] [[κάτι]] να πλησιάσει [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «προσπάθησε να προσεγγίσει τα δύο [[άκρα]] του ελάσματος» β. «ἥρεμα χείλη προσεγγίσας χείλεσιν», Λουκ.)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[έρχομαι]] [[κοντά]], [[πλησιάζω]], [[ζυγώνω]] (α. «[[αύριο]] το [[διαστημόπλοιο]] θα προσεγγίσει τον Άρη» β. «[[ὥστε]] μηδένα δύνασθαι τοῖς τόποις προσεγγίζειν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) [[εισέρχομαι]] σε [[λιμάνι]], [[σταθμεύω]] («το [[πλοίο]] θα προσεγγίσει στην Τήνο, στη Μύκονο και στη Δήλο»)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) δεν [[απέχω]] πολύ, [[επίκειμαι]], [[κοντεύω]] («προσεγγίζουν οι εξετάσεις»)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[θέμα]], [[ζήτημα]], [[πρόβλημα]]) [[αντιμετωπίζω]], [[εξετάζω]], [[πραγματεύομαι]] («ο [[συγγραφέας]] προσεγγίζει την [[περίπτωση]] αυτή με ευρύ [[πνεύμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />έχω ερωτικές σχέσεις με κάποιον.
}}
}}
{{lsm
{{lsm