συναναλάμπω: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[αναδίδω]] [[λάμψη]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] λαμπερό («τὴν τῆς ψυχῆς δύναμιν... τῇ τοῡ ὀργάνου τελειώσει συναναλάμπουσαν», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> [[φωτίζω]], [[καταυγάζω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[αναδίδω]] [[λάμψη]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] λαμπερό («τὴν τῆς ψυχῆς δύναμιν... τῇ τοῦ ὀργάνου τελειώσει συναναλάμπουσαν», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> [[φωτίζω]], [[καταυγάζω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[αναδίδω]] [[λάμψη]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] λαμπερό («τὴν τῆς ψυχῆς δύναμιν... τῇ τοῡ ὀργάνου τελειώσει συναναλάμπουσαν», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> [[φωτίζω]], [[καταυγάζω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[αναδίδω]] [[λάμψη]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] λαμπερό («τὴν τῆς ψυχῆς δύναμιν... τῇ τοῦ ὀργάνου τελειώσει συναναλάμπουσαν», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> [[φωτίζω]], [[καταυγάζω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}

Revision as of 18:45, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναλάμπω Medium diacritics: συναναλάμπω Low diacritics: συναναλάμπω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΛΑΜΠΩ
Transliteration A: synanalámpō Transliteration B: synanalampō Transliteration C: synanalampo Beta Code: sunanala/mpw

English (LSJ)

A shine forth together, Ph.2.141: c. acc., shed lustre on at the same time, SIG798.3 (Cyzicus, i A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

συναναλάμπω: ἀναλάμπω ὁμοῦ, Φίλων 2. 141· τινι Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 136D.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. αναδίδω λάμψη μαζί με κάτι άλλο λαμπερό («τὴν τῆς ψυχῆς δύναμιν... τῇ τοῦ ὀργάνου τελειώσει συναναλάμπουσαν», Γρηγ. Νύσσ.)
2. φωτίζω, καταυγάζω κάτι με κάτι άλλο.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. αναδίδω λάμψη μαζί με κάτι άλλο λαμπερό («τὴν τῆς ψυχῆς δύναμιν... τῇ τοῦ ὀργάνου τελειώσει συναναλάμπουσαν», Γρηγ. Νύσσ.)
2. φωτίζω, καταυγάζω κάτι με κάτι άλλο.