ὀμφάκιον: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀμφάκιον]], τὸ (Α) [[όμφαξ]]<br /><b>1.</b> [[χυμός]] άγουρων σταφυλιών<br /><b>2.</b> [[έλαιο]] που λαμβάνεται από άγουρες ελιές, αγουρόλαδο<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ὀμφάκια</i><br />οι σκληροί μαστοί μικρής σε [[ηλικία]] κοπέλας («ὀμφάκια μῆλα τοῡ στέρνου», Αρισταίν.).
|mltxt=[[ὀμφάκιον]], τὸ (Α) [[όμφαξ]]<br /><b>1.</b> [[χυμός]] άγουρων σταφυλιών<br /><b>2.</b> [[έλαιο]] που λαμβάνεται από άγουρες ελιές, αγουρόλαδο<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ὀμφάκια</i><br />οι σκληροί μαστοί μικρής σε [[ηλικία]] κοπέλας («ὀμφάκια μῆλα τοῦ στέρνου», Αρισταίν.).
}}
}}

Revision as of 18:55, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰκιον Medium diacritics: ὀμφάκιον Low diacritics: ομφάκιον Capitals: ΟΜΦΑΚΙΟΝ
Transliteration A: omphákion Transliteration B: omphakion Transliteration C: omfakion Beta Code: o)mfa/kion

English (LSJ)

τό, A omphacium, juice of unripe grapes, Dsc.5.5, Gal. 12.902 ; also, oil made from unripe olives, Hp.Acut.(Sp.)65, Mul.2.189, Plin.HN12.130, PTeb.273.33 (ii/iii A.D.). II = ὄμφαξ 11.2, Aristaenet.2.7 (τοῦ στέρνου μῆλα being prob. a gloss).

German (Pape)

[Seite 343] τό, Oel von grünen, unreifen Oliven, Diosc., eigtl. neutr. von

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφάκιον: [ᾰ] , τό, ὁ χυμὸς ἀώρων σταφυλῶν, «ὀμφάκιον, ἔστι μὲν χυλὸς ὄμφακος Θασίας σταφυλῆς μήπω περκαζούσης, ἢ Ἀμιναίας» Διοσκ. 5. 6· ὡσαύτως, ἔλαιον λαμβανόμενον ἐξ ἀώρων ἐλαιῶν, Ἱπ. 407. 15, πρβλ. Πλίν. 12. 60.
ΙΙ. = ὄμφαξ ΙΙ. 2, Ἀρισταίν. 2. 7 (ὀμφάκια μῆλα τοῦ στέρνου, οἱ μαστοὶ νεαρᾶς κόρης, εἶναι πιθανῶς γλώσσημα).

Greek Monolingual

ὀμφάκιον, τὸ (Α) όμφαξ
1. χυμός άγουρων σταφυλιών
2. έλαιο που λαμβάνεται από άγουρες ελιές, αγουρόλαδο
3. στον πληθ. τὰ ὀμφάκια
οι σκληροί μαστοί μικρής σε ηλικία κοπέλας («ὀμφάκια μῆλα τοῦ στέρνου», Αρισταίν.).