ἰσάγγελος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἰσάγγελος]], -ον)<br />[[ίσος]], όμοιος με τους αγγέλους («ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ υἱοί εἰσι τοῡ Θεοῡ», ΚΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσαγγέλως</i> (Μ)<br />σαν [[άγγελος]], ομοια με άγγελο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγγελος]].
|mltxt=-ο (Α [[ἰσάγγελος]], -ον)<br />[[ίσος]], όμοιος με τους αγγέλους («ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ υἱοί εἰσι τοῦ Θεοῡ», ΚΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσαγγέλως</i> (Μ)<br />σαν [[άγγελος]], ομοια με άγγελο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγγελος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:55, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσάγγελος Medium diacritics: ἰσάγγελος Low diacritics: ισάγγελος Capitals: ΙΣΑΓΓΕΛΟΣ
Transliteration A: isángelos Transliteration B: isangelos Transliteration C: isaggelos Beta Code: i)sa/ggelos

English (LSJ)

ον, A like an angel, Ev.Luc.20.36, Hierocl.in CA4p.425M.

German (Pape)

[Seite 1262] engelgleich, N. T. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσάγγελος: -ον, = ἴσος ἀγγέλοις, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κ΄, 36· ἀγγελικός, Κλήμ. Ἀλ. σ. 120. - Ἐπίρρ. -λως, ἀγγελικῶς, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
égal aux anges.
Étymologie: ἴσος, ἄγγελος.

English (Strong)

from ἴσος and ἄγγελος; like an angel, i.e. angelic: equal unto the angels.

Greek Monolingual

-ο (Α ἰσάγγελος, -ον)
ίσος, όμοιος με τους αγγέλους («ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ υἱοί εἰσι τοῦ Θεοῡ», ΚΔ).
επίρρ...
ἰσαγγέλως (Μ)
σαν άγγελος, ομοια με άγγελο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἄγγελος.

Greek Monotonic

ἰσάγγελος: -ον, όμοιος, ίσος με άγγελο, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἰσάγγελος: равный ангелам NT.

Middle Liddell

ἰσ-άγγελος, ον
like an angel, NTest.

Chinese

原文音譯:„s£ggeloj 衣士-昂給羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:相等-信息者
字義溯源:像天使,和天使一樣,天使的;由(ἴσος)=相似)與((ἄγγελος)=使者)組成;其中 (ἄγγελος)出自(ἀγγελία)X*=帶來消息)。主耶穌對撒都該人講說,復活的人,不娶不嫁。不能再死,乃是和天使一樣( 路20:35 ,36)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 和天使一樣(1) 路20:36