χύλισμα: Difference between revisions

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[χυλίζω]]<br />[[εκχύλισμα]] (α. «διττὸν δὲ ἐστὶ τὸ [[εἶδος]] τοῡ χυλίσματος», <b>Διοσκ.</b><br />β. «ἀκακίας [[χύλισμα]]», Ορειβ.).
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[χυλίζω]]<br />[[εκχύλισμα]] (α. «διττὸν δὲ ἐστὶ τὸ [[εἶδος]] τοῦ χυλίσματος», <b>Διοσκ.</b><br />β. «ἀκακίας [[χύλισμα]]», Ορειβ.).
}}
}}

Revision as of 18:58, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῡλισμα Medium diacritics: χύλισμα Low diacritics: χύλισμα Capitals: ΧΥΛΙΣΜΑ
Transliteration A: chýlisma Transliteration B: chylisma Transliteration C: chylisma Beta Code: xu/lisma

English (LSJ)

ατος, τό, A the extracted juice of plants, Thphr. HP9.8.3, Dsc.3.19, Eup.1.35, Zopyr. ap. Orib.14.64.3, Archig. ap. Gal.12.855.

Greek (Liddell-Scott)

χύλισμα: [ῡ], τό, ὁ ἐξαχθεὶς ἐκ φυτοῦ χυλός, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 3.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ χυλίζω
εκχύλισμα (α. «διττὸν δὲ ἐστὶ τὸ εἶδος τοῦ χυλίσματος», Διοσκ.
β. «ἀκακίας χύλισμα», Ορειβ.).