συγκεφαλαιώνω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συγκεφαλαιῶ, -όω, ΝΜΑ [[κεφαλαιῶ]]<br />[[επαναλαμβάνω]] συνοπτικά όσα [[είπα]] ή έγραψα εκτεταμένα, [[συνοψίζω]] («νῡν περὶ ψυχῆς τὰ λεχθέντα συγκεφαλαιώσαντες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συγκεφαλαιοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />συντίθεμαι, συναποτελούμαι («τὴν [[τριάδα]] εἰς [[μονάδα]] συγκεφαλαιοῡσθαι», Αθανάσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[εργασία]]) [[εκτελώ]] σε γενικές γραμμές («συγκεφαλαιοῡνται πολλὰς πράξεις εἰς ὀλίγους ἐπιστάτας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ πολλοῡ ὀλίγον συγκεφαλαιοῡται» — μικρή [[ποσότητα]] λαμβάνεται από [[μεγάλη]].
|mltxt=[[συγκεφαλαιῶ]], [[συγκεφαλαιόω]], ΝΜΑ [[κεφαλαιῶ]]<br />[[επαναλαμβάνω]] συνοπτικά όσα [[είπα]] ή έγραψα εκτεταμένα, [[συνοψίζω]] («νῡν περὶ ψυχῆς τὰ λεχθέντα συγκεφαλαιώσαντες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[συγκεφαλαιοῦμαι]], -<i>όομαι</i><br />συντίθεμαι, συναποτελούμαι («τὴν [[τριάδα]] εἰς [[μονάδα]] συγκεφαλαιοῡσθαι», Αθανάσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[εργασία]]) [[εκτελώ]] σε γενικές γραμμές («συγκεφαλαιοῡνται πολλὰς πράξεις εἰς ὀλίγους ἐπιστάτας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ πολλοῡ ὀλίγον συγκεφαλαιοῡται» — μικρή [[ποσότητα]] λαμβάνεται από [[μεγάλη]].
}}
{{grml
|mltxt=συγκεφαλαιῶ, -όω, ΝΜΑ [[κεφαλαιῶ]]<br />[[επαναλαμβάνω]] συνοπτικά όσα [[είπα]] ή έγραψα εκτεταμένα, [[συνοψίζω]] («νῡν περὶ ψυχῆς τὰ λεχθέντα συγκεφαλαιώσαντες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συγκεφαλαιοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />συντίθεμαι, συναποτελούμαι («τὴν [[τριάδα]] εἰς [[μονάδα]] συγκεφαλαιοῡσθαι», Αθανάσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[εργασία]]) [[εκτελώ]] σε γενικές γραμμές («συγκεφαλαιοῡνται πολλὰς πράξεις εἰς ὀλίγους ἐπιστάτας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ πολλοῡ ὀλίγον συγκεφαλαιοῡται» — μικρή [[ποσότητα]] λαμβάνεται από [[μεγάλη]].
}}
}}

Revision as of 18:04, 26 March 2021

Greek Monolingual

συγκεφαλαιῶ, συγκεφαλαιόω, ΝΜΑ κεφαλαιῶ
επαναλαμβάνω συνοπτικά όσα είπα ή έγραψα εκτεταμένα, συνοψίζω («νῡν περὶ ψυχῆς τὰ λεχθέντα συγκεφαλαιώσαντες», Αριστοτ.)
μσν.-αρχ.
μέσ. συγκεφαλαιοῦμαι, -όομαι
συντίθεμαι, συναποτελούμαι («τὴν τριάδα εἰς μονάδα συγκεφαλαιοῡσθαι», Αθανάσ.)
αρχ.
1. (σχετικά με εργασία) εκτελώ σε γενικές γραμμές («συγκεφαλαιοῡνται πολλὰς πράξεις εἰς ὀλίγους ἐπιστάτας», Ξεν.)
2. φρ. «ἐκ πολλοῡ ὀλίγον συγκεφαλαιοῡται» — μικρή ποσότητα λαμβάνεται από μεγάλη.