περιπολώ: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=περιπολῶ, -έω, ΝΜΑ [[περίπολος]]<br />περιφέρομαι ως [[φρουρός]] ενός τόπου ή ως [[ανιχνευτής]] σε καιρό πολέμου («οἵ τε φρουρεῑν ἐν τοῖς φρουρίοις, οἵ τε πελτάζειν καὶ περιπολεῑν τὴν χώραν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[ασχολούμαι]] με [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κινούμαι [[γύρω]] από [[κάτι]], περιφέρομαι<br /><b>2.</b> (για τον ήλιο ή τα ουράνια σώματα) περιστρέφομαι στο [[στερέωμα]], [[ακολουθώ]] την [[τροχιά]] μου<br /><b>3.</b> [[διέρχομαι]], [[διασχίζω]] έναν [[τόπο]] («[[πάντα]] δὲ οὐρανὸν περιπολεῑ», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=περιπολῶ, -έω, ΝΜΑ [[περίπολος]]<br />περιφέρομαι ως [[φρουρός]] ενός τόπου ή ως [[ανιχνευτής]] σε καιρό πολέμου («οἵ τε φρουρεῖν ἐν τοῖς φρουρίοις, οἵ τε πελτάζειν καὶ περιπολεῖν τὴν χώραν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[ασχολούμαι]] με [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κινούμαι [[γύρω]] από [[κάτι]], περιφέρομαι<br /><b>2.</b> (για τον ήλιο ή τα ουράνια σώματα) περιστρέφομαι στο [[στερέωμα]], [[ακολουθώ]] την [[τροχιά]] μου<br /><b>3.</b> [[διέρχομαι]], [[διασχίζω]] έναν [[τόπο]] («[[πάντα]] δὲ οὐρανὸν περιπολεῑ», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 20:20, 26 March 2021

Greek Monolingual

περιπολῶ, -έω, ΝΜΑ περίπολος
περιφέρομαι ως φρουρός ενός τόπου ή ως ανιχνευτής σε καιρό πολέμου («οἵ τε φρουρεῖν ἐν τοῖς φρουρίοις, οἵ τε πελτάζειν καὶ περιπολεῖν τὴν χώραν», Ξεν.)
μσν.
ασχολούμαι με κάτι
αρχ.
1. κινούμαι γύρω από κάτι, περιφέρομαι
2. (για τον ήλιο ή τα ουράνια σώματα) περιστρέφομαι στο στερέωμα, ακολουθώ την τροχιά μου
3. διέρχομαι, διασχίζω έναν τόποπάντα δὲ οὐρανὸν περιπολεῑ», Πλάτ.).