τερατολογώ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τερατολογῶ, -έω, ΝΑ [[τερατολόγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />λέω τερατολογίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] σχετικά με παράδοξα θαυμαστά [[φυσικά]] φαινόμενα τα οποία μπορούν να ερμηνευθούν ως θεϊκά [[σημεία]] («δοκεῑν [[ὅπερ]] λέγουσιν οἱ τερατολογοῡντες μυκᾱσθαι τήν γῆν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>τερατολογοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />λέγομαι, αναφέρομαι ως [[κάτι]] το θαυμαστό («κατὰ τὴν τερατολογουμένην ἑτεροιωτικήν», Σέξτ. Εμπ.).
|mltxt=τερατολογῶ, -έω, ΝΑ [[τερατολόγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />λέω τερατολογίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μιλώ]] σχετικά με παράδοξα θαυμαστά [[φυσικά]] φαινόμενα τα οποία μπορούν να ερμηνευθούν ως θεϊκά [[σημεία]] («δοκεῖν [[ὅπερ]] λέγουσιν οἱ τερατολογοῡντες μυκᾱσθαι τήν γῆν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>τερατολογοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />λέγομαι, αναφέρομαι ως [[κάτι]] το θαυμαστό («κατὰ τὴν τερατολογουμένην ἑτεροιωτικήν», Σέξτ. Εμπ.).
}}
}}

Revision as of 20:29, 26 March 2021

Greek Monolingual

τερατολογῶ, -έω, ΝΑ τερατολόγος
νεοελλ.
λέω τερατολογίες
αρχ.
1. μιλώ σχετικά με παράδοξα θαυμαστά φυσικά φαινόμενα τα οποία μπορούν να ερμηνευθούν ως θεϊκά σημεία («δοκεῖν ὅπερ λέγουσιν οἱ τερατολογοῡντες μυκᾱσθαι τήν γῆν», Αριστοτ.)
2. παθ. τερατολογοῦμαι, -έομαι
λέγομαι, αναφέρομαι ως κάτι το θαυμαστό («κατὰ τὴν τερατολογουμένην ἑτεροιωτικήν», Σέξτ. Εμπ.).