λυμαίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[λυμαίνω]]) [[λύμη]]<br /><b>μέσ.</b> [[λυμαίνομαι]]<br />[[επιφέρω]] όλεθρο, [[προξενώ]] [[φθορά]], [[βλάπτω]], [[καταστρέφω]], [[ρημάζω]] (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», <b>Συνέσ.</b><br />γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ [[σῶμα]] λυμαίνεται, ἀλλ' ἡ νοῡσος», Ιπποκρ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> καταστρέφομαι, βλάπτομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b> [[καταστρέφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταχειρίζομαι]] κάποιον με άσχημο τρόπο, [[βασανίζω]], [[κακοποιώ]] κάποιον, [[ιδίως]] με [[μαστίγωση]] ή με [[φυλάκιση]], με [[δεσμά]] («ἐξαγγέλλει δέ τις τῷ Ἀρισταγόρῃ ὅτι τὸν ξεῑνον οἱ τὸν Μύνδιον Μεγαβάτης δήσας λυμαίνοιτο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκοτώνω]], [[φονεύω]] («τῷ τε κεράμῳ βάλλοντες αὐτοὺς καὶ λίθων βολαῑς τῶν τε ἄλλων ὀστράκων ἐλυμαίνοντο», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με νόμο) [[τροποποιώ]], [[μεταβάλλω]] [[προς]] το χειρότερο («[[οὗτος]] αὐτοῦ μένων τοὺς Σόλωνος νόμους έλυμαίνετο», Λυσ.)<br /><b>4.</b> (για ηθοποιό) [[διαστρέφω]], [[παραμορφώνω]] με την κακή μου [[απαγγελία]] («παρ' ἃς παρανάγνωθι καὶ σύ μοι τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμήνου», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> (με [[ηθική]] [[έννοια]]) [[προσβάλλω]], [[ατιμάζω]], [[ντροπιάζω]] («τῆς σῆς πόλεώς θ', ἥτις σε τρέφει λυμαινόμενον τοῖς μειρακίοις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (με δοτ. του τρόπου) [[μεταχειρίζομαι]] κάποιον με τον χειρότερο τρόπο<br /><b>7.</b> [[επιφέρω]] [[κάθε]] δυνατή [[βλάβη]] ή [[ζημιά]]<br /><b>8.</b> [[μολύνω]], [[λερώνω]]<br /><b>9.</b> [[επιβάλλω]] [[πρόστιμο]] ή [[ποινή]]<br /><b>10.</b> <b>παθ.</b> α) ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι από κάποιον («καὶ διώκεσθαι πόλεως χαλκηλάτῳ πλάστιγγι λυμανθὲν [[δέμας]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) εξευτελίζομαι, καταρρακώνομαι.
|mltxt=(AM [[λυμαίνω]]) [[λύμη]]<br /><b>μέσ.</b> [[λυμαίνομαι]]<br />[[επιφέρω]] όλεθρο, [[προξενώ]] [[φθορά]], [[βλάπτω]], [[καταστρέφω]], [[ρημάζω]] (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», <b>Συνέσ.</b><br />γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ [[σῶμα]] λυμαίνεται, ἀλλ' ἡ νοῡσος», Ιπποκρ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> καταστρέφομαι, βλάπτομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b> [[καταστρέφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταχειρίζομαι]] κάποιον με άσχημο τρόπο, [[βασανίζω]], [[κακοποιώ]] κάποιον, [[ιδίως]] με [[μαστίγωση]] ή με [[φυλάκιση]], με [[δεσμά]] («ἐξαγγέλλει δέ τις τῷ Ἀρισταγόρῃ ὅτι τὸν ξεῖνον οἱ τὸν Μύνδιον Μεγαβάτης δήσας λυμαίνοιτο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκοτώνω]], [[φονεύω]] («τῷ τε κεράμῳ βάλλοντες αὐτοὺς καὶ λίθων βολαῑς τῶν τε ἄλλων ὀστράκων ἐλυμαίνοντο», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με νόμο) [[τροποποιώ]], [[μεταβάλλω]] [[προς]] το χειρότερο («[[οὗτος]] αὐτοῦ μένων τοὺς Σόλωνος νόμους έλυμαίνετο», Λυσ.)<br /><b>4.</b> (για ηθοποιό) [[διαστρέφω]], [[παραμορφώνω]] με την κακή μου [[απαγγελία]] («παρ' ἃς παρανάγνωθι καὶ σύ μοι τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμήνου», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> (με [[ηθική]] [[έννοια]]) [[προσβάλλω]], [[ατιμάζω]], [[ντροπιάζω]] («τῆς σῆς πόλεώς θ', ἥτις σε τρέφει λυμαινόμενον τοῖς μειρακίοις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (με δοτ. του τρόπου) [[μεταχειρίζομαι]] κάποιον με τον χειρότερο τρόπο<br /><b>7.</b> [[επιφέρω]] [[κάθε]] δυνατή [[βλάβη]] ή [[ζημιά]]<br /><b>8.</b> [[μολύνω]], [[λερώνω]]<br /><b>9.</b> [[επιβάλλω]] [[πρόστιμο]] ή [[ποινή]]<br /><b>10.</b> <b>παθ.</b> α) ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι από κάποιον («καὶ διώκεσθαι πόλεως χαλκηλάτῳ πλάστιγγι λυμανθὲν [[δέμας]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) εξευτελίζομαι, καταρρακώνομαι.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':luma⋯nomai 呂買挪買<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':釋放 忿怒 相當於: ([[אָבַד]]&#x200E;)  ([[כִּרְסֵם]]&#x200E;)  ([[שָׁחַת]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':污損^,毀壞,蹂躪,殘害;或出自([[λύω]])=解開*)。這字用來描寫掃羅受了嚴緊的律法教導,如何去‘殘害’教會,他還自以為是熱心事奉神( 徒8:3;  22:3 ,4)<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 殘害(1) 徒8:3
|sngr='''原文音譯''':luma⋯nomai 呂買挪買<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':釋放 忿怒 相當於: ([[אָבַד]]&#x200E;)  ([[כִּרְסֵם]]&#x200E;)  ([[שָׁחַת]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':污損^,毀壞,蹂躪,殘害;或出自([[λύω]])=解開*)。這字用來描寫掃羅受了嚴緊的律法教導,如何去‘殘害’教會,他還自以為是熱心事奉神( 徒8:3;  22:3 ,4)<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 殘害(1) 徒8:3
}}
}}