οχετός: Difference between revisions

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source
(30)
 
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀχετός]])<br />[[αυλάκι]] ή υπόγεια [[σήραγγα]] κατάλληλη για τη [[μεταφορά]] του νερού από ένα [[σημείο]] σε [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπόγειος]] [[αγωγός]] ή [[σήραγγα]] απαγωγής αποβλήτων<br /><b>2.</b> [[βόθρος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εκστομίζει ακατάσχετα βωμολοχίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δερμάτινος]] [[σωλήνας]] μεταφοράς και διοχέτευσης του νερού<br /><b>2.</b> [[υπόγειος]] [[ξύλινος]] [[αγωγός]] νερού<br /><b>3.</b> <b>ανατ.</b> η [[τραχεία]] [[αρτηρία]] και οι κλάδοι της που οδηγούν στους πνεύμονες<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ὀχετοί</i><br />χείμαρροι<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[έμμεσος]] [[τρόπος]] εκφυγής από μια [[κατάσταση]] («παρεκτρέποντες ὀχετὸν [[ὥστε]] μὴ θανεῑν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ὀχετοὶ μετέωροι» — ανοιχτά αυλάκια άρδευσης<br /><b>7.</b> αττ. τ. του [[βόρβορος]]<br /><b>8.</b> [[αποχωρητήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀχῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ετός]] (<b>πρβλ.</b> <i>εμ</i>-[[ετός]], <i>παγ</i>-[[ετός]])].
|mltxt=ο (Α [[ὀχετός]])<br />[[αυλάκι]] ή υπόγεια [[σήραγγα]] κατάλληλη για τη [[μεταφορά]] του νερού από ένα [[σημείο]] σε [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπόγειος]] [[αγωγός]] ή [[σήραγγα]] απαγωγής αποβλήτων<br /><b>2.</b> [[βόθρος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εκστομίζει ακατάσχετα βωμολοχίες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δερμάτινος]] [[σωλήνας]] μεταφοράς και διοχέτευσης του νερού<br /><b>2.</b> [[υπόγειος]] [[ξύλινος]] [[αγωγός]] νερού<br /><b>3.</b> <b>ανατ.</b> η [[τραχεία]] [[αρτηρία]] και οι κλάδοι της που οδηγούν στους πνεύμονες<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ὀχετοί</i><br />χείμαρροι<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[έμμεσος]] [[τρόπος]] εκφυγής από μια [[κατάσταση]] («παρεκτρέποντες ὀχετὸν [[ὥστε]] μὴ θανεῖν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ὀχετοὶ μετέωροι» — ανοιχτά αυλάκια άρδευσης<br /><b>7.</b> αττ. τ. του [[βόρβορος]]<br /><b>8.</b> [[αποχωρητήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀχῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ετός]] (<b>πρβλ.</b> <i>εμ</i>-[[ετός]], <i>παγ</i>-[[ετός]])].
}}
}}

Revision as of 08:35, 27 March 2021

Greek Monolingual

ο (Α ὀχετός)
αυλάκι ή υπόγεια σήραγγα κατάλληλη για τη μεταφορά του νερού από ένα σημείο σε άλλο
νεοελλ.
1. υπόγειος αγωγός ή σήραγγα απαγωγής αποβλήτων
2. βόθρος
3. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που εκστομίζει ακατάσχετα βωμολοχίες
αρχ.
1. δερμάτινος σωλήνας μεταφοράς και διοχέτευσης του νερού
2. υπόγειος ξύλινος αγωγός νερού
3. ανατ. η τραχεία αρτηρία και οι κλάδοι της που οδηγούν στους πνεύμονες
4. στον πληθ. οἱ ὀχετοί
χείμαρροι
5. μτφ. έμμεσος τρόπος εκφυγής από μια κατάσταση («παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν», Ευρ.)
6. φρ. «ὀχετοὶ μετέωροι» — ανοιχτά αυλάκια άρδευσης
7. αττ. τ. του βόρβορος
8. αποχωρητήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχῶ + επίθημα -ετός (πρβλ. εμ-ετός, παγ-ετός)].