δελεαστικός: Difference between revisions
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(8) |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δελεαστικός]], -ή, -όν) [[δελεάζω]]<br />[[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να δελεάσει, να εξαπατήσει<br />(α. «δελεαστικές προτάσεις» β. «φαντασίας δελεαστικάς... | |mltxt=-ή, -ό (AM [[δελεαστικός]], -ή, -όν) [[δελεάζω]]<br />[[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να δελεάσει, να εξαπατήσει<br />(α. «δελεαστικές προτάσεις» β. «φαντασίας δελεαστικάς... ταῖς εὐεπιφόροις ψυχαῑς» — ανυπόστατα πράγματα που εξαπατούν αδύνατους χαρακτήρες). | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 27 March 2021
German (Pape)
[Seite 544] lockend, verführerisch, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
δελεαστικός: -ή, -όν, θελκτικός, μαγευτικός, ἀπατηλός, Κλήμ. Ἀλ. 487.- Ἐπίρρ. –κῶς, αὐτ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 seductor φαντασίαι Clem.Al.Strom.2.20.111, θυμίασμα Cyr.H.Catech.12.34.
2 adv. -ῶς seductoramente δ. ἐπιβουλεύουσα Clem.Al.Strom.2.20.120.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δελεαστικός, -ή, -όν) δελεάζω
ικανός ή κατάλληλος να δελεάσει, να εξαπατήσει
(α. «δελεαστικές προτάσεις» β. «φαντασίας δελεαστικάς... ταῖς εὐεπιφόροις ψυχαῑς» — ανυπόστατα πράγματα που εξαπατούν αδύνατους χαρακτήρες).