σταδιοδρομώ: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(38) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=σταδιοδρομῶ, -έω, ΝΜΑ, και [[σταδιοδρομώ]] Α [[σταδιοδρόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακολουθώ]] ένα [[επάγγελμα]], [[προσπαθώ]] συστηματικά να έχω καλή [[επίδοση]] στην [[εργασία]] μου ή σε [[άλλο]] σημαντικό τομέα δραστηριότητας<br />(μσν-αρχ.) [[μετέχω]] σε αγώνα δρόμου, [[τρέχω]] στο [[στάδιο]] ( | |mltxt=σταδιοδρομῶ, -έω, ΝΜΑ, και [[σταδιοδρομώ]] Α [[σταδιοδρόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακολουθώ]] ένα [[επάγγελμα]], [[προσπαθώ]] συστηματικά να έχω καλή [[επίδοση]] στην [[εργασία]] μου ή σε [[άλλο]] σημαντικό τομέα δραστηριότητας<br />(μσν-αρχ.) [[μετέχω]] σε αγώνα δρόμου, [[τρέχω]] στο [[στάδιο]] («ἐκεῖνός τε καὶ [[εὔαθλος]] ὁ σταδιοδρομῶν», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:50, 27 March 2021
Greek Monolingual
σταδιοδρομῶ, -έω, ΝΜΑ, και σταδιοδρομώ Α σταδιοδρόμος
νεοελλ.
ακολουθώ ένα επάγγελμα, προσπαθώ συστηματικά να έχω καλή επίδοση στην εργασία μου ή σε άλλο σημαντικό τομέα δραστηριότητας
(μσν-αρχ.) μετέχω σε αγώνα δρόμου, τρέχω στο στάδιο («ἐκεῖνός τε καὶ εὔαθλος ὁ σταδιοδρομῶν», Πλάτ.).