ψιλώνω: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ψιλῶ, -όω, ΝΜΑ [[ψιλός]]<br /><b>1.</b> [[μαδώ]] τις [[τρίχες]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] άτριχο, [[αποψιλώνω]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[βάζω]] [[ψιλή]] στο αρχικό [[φωνήεν]] μιας λέξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[απογυμνώνω]], [[αποστερώ]] («ἐπωμίδα σαρκῶν ψιλοῡν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[λεηλατώ]], [[ληστεύω]] («τὸ [[χωρίον]] ψιλῶσαι», Δίων Κάσα)<br /><b>3.</b> (με γεν. και αιτ.) [[αφαιρώ]] [[κάτι]] από κάποιον<br /><b>4.</b> (με αιτ.) [[αφήνω]] κάποιον ή [[κάτι]] απροστάτευτο, ανυπεράσπιστο («τῶν ἱππέων τὸ [[κέρας]] ἐψιλωμένον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) <i>ψιλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[φαλακρός]]<br />β) (για [[πτηνό]]) [[μένω]] [[χωρίς]] φτερά<br />γ) (για [[ρίζα]]) ξεσκεπάζομαι, απογυμνώνομαι από [[χώμα]] («ψιλωθῆναί τινας ῥίζας ὑπὸ ρεύματος», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=ψιλῶ, -όω, ΝΜΑ [[ψιλός]]<br /><b>1.</b> [[μαδώ]] τις [[τρίχες]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] άτριχο, [[αποψιλώνω]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[βάζω]] [[ψιλή]] στο αρχικό [[φωνήεν]] μιας λέξης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[απογυμνώνω]], [[αποστερώ]] («ἐπωμίδα σαρκῶν ψιλοῦν
», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[λεηλατώ]], [[ληστεύω]] («τὸ [[χωρίον]] ψιλῶσαι», Δίων Κάσα)<br /><b>3.</b> (με γεν. και αιτ.) [[αφαιρώ]] [[κάτι]] από κάποιον<br /><b>4.</b> (με αιτ.) [[αφήνω]] κάποιον ή [[κάτι]] απροστάτευτο, ανυπεράσπιστο («τῶν ἱππέων τὸ [[κέρας]] ἐψιλωμένον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> α) <i>ψιλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[φαλακρός]]<br />β) (για [[πτηνό]]) [[μένω]] [[χωρίς]] φτερά<br />γ) (για [[ρίζα]]) ξεσκεπάζομαι, απογυμνώνομαι από [[χώμα]] («ψιλωθῆναί τινας ῥίζας ὑπὸ ρεύματος», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}

Revision as of 14:25, 27 March 2021

Greek Monolingual

ψιλῶ, -όω, ΝΜΑ ψιλός
1. μαδώ τις τρίχες, καθιστώ κάτι άτριχο, αποψιλώνω
2. γραμμ. βάζω ψιλή στο αρχικό φωνήεν μιας λέξης
αρχ.
1. (γενικά) απογυμνώνω, αποστερώ («ἐπωμίδα σαρκῶν ψιλοῦν », Ιπποκρ.)
2. λεηλατώ, ληστεύω («τὸ χωρίον ψιλῶσαι», Δίων Κάσα)
3. (με γεν. και αιτ.) αφαιρώ κάτι από κάποιον
4. (με αιτ.) αφήνω κάποιον ή κάτι απροστάτευτο, ανυπεράσπιστο («τῶν ἱππέων τὸ κέρας ἐψιλωμένον», Πλούτ.)
5. παθ. α) ψιλοῦμαι, -όομαι
γίνομαι φαλακρός
β) (για πτηνό) μένω χωρίς φτερά
γ) (για ρίζα) ξεσκεπάζομαι, απογυμνώνομαι από χώμα («ψιλωθῆναί τινας ῥίζας ὑπὸ ρεύματος», Ξεν.).