σκῶλον: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν") |
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[σκῶλος]]<br /><b>2.</b> [[κώλυμα]], [[εμπόδιο]] («ἕως τίνος ἔσται | |mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[σκῶλος]]<br /><b>2.</b> [[κώλυμα]], [[εμπόδιο]] («ἕως τίνος ἔσται τοῦτο ἡμῖν [[σκῶλον]];», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[παγίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> 'Αλλος τ. του [[σκῶλος]], με [[αλλαγή]] γένους]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 28 March 2021
English (LSJ)
τό,= σκῶλος, EM155.37, Hsch. (pl.). II stumblingblock, hindrance, like σκάνδαλον, LXX Ex.10.7, al.:—whence σκωλόομαι, Pass., to be offended, Aq.Ho.9.8, Al.De.7.25.
German (Pape)
[Seite 909] τό, Anstoß, Hinderniß, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σκῶλον: τό, = σκῶλος, Ἐτυμόλ. Μέγ., Ἡσύχ. ΙΙ. πρόσκομμα, κώλυμα, ἐμπόδιον, ὡς τὸ σκάνδαλον, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Ι΄, 7, κ. ἀλλ.)· - ἐντεῦθεν σκωλόομαι, Παθ., πειράζομαι, προσκόπτω, σκανδαλίζομαι, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. σκῶλος
2. κώλυμα, εμπόδιο («ἕως τίνος ἔσται τοῦτο ἡμῖν σκῶλον;», ΠΔ)
3. μτφ. παγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του σκῶλος, με αλλαγή γένους].