προσβοηθώ: Difference between revisions

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
(34)
 
m (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, ιων. τ. [[προσβωθέω]] Α<br />[[τρέχω]] για [[βοήθεια]] κάποιου («Κερκυραῑοι μετ' αὐτῶν [[πεντήκοντα]] ναυσὶ προσβεβοηθηκότες», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=-έω, ιων. τ. [[προσβωθέω]] Α<br />[[τρέχω]] για [[βοήθεια]] κάποιου («Κερκυραῖοι μετ' αὐτῶν [[πεντήκοντα]] ναυσὶ προσβεβοηθηκότες», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

-έω, ιων. τ. προσβωθέω Α
τρέχω για βοήθεια κάποιου («Κερκυραῖοι μετ' αὐτῶν πεντήκοντα ναυσὶ προσβεβοηθηκότες», Θουκ.).