μορφοποιός: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(25) |
m (Text replacement - "εῑσαν" to "εῖσαν") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μορφοποιός]], -όν (Μ)<br />αυτός που δίνει [[μορφή]], που κατασκευάζει [[εικόνα]], ο [[ζωγράφος]] («ἐκ μορφοποιοῡ χειρὸς ὡραϊσμένην βλέποντες ἄνδρες | |mltxt=[[μορφοποιός]], -όν (Μ)<br />αυτός που δίνει [[μορφή]], που κατασκευάζει [[εικόνα]], ο [[ζωγράφος]] («ἐκ μορφοποιοῡ χειρὸς ὡραϊσμένην βλέποντες ἄνδρες ἐγγραφεῖσαν [[ἐνθάδε]]», Στουδ. Θεόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | ||
}} | }} |