χολώ: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, Α [[χολή]]<br /><b>1.</b> κατέχομαι από [[μελαγχολία]] («ὅ δὲ χολᾱν ποιεῖ, γάστριν καλοῡσι καὶ λάμυρον», Επικρ.)<br /><b>2.</b> οργίζομαι, χολώνομαι («ἐμοὶ χολᾱτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ», ΚΔ).<br /><b>(II)</b><br />-έω, Μ [[χολή]]<br />οργίζομαι.<br /><b>(III)</b><br />-όω, Α<br /><b>βλ.</b> [[χολώνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, Α [[χολή]]<br /><b>1.</b> κατέχομαι από [[μελαγχολία]] («ὅ δὲ χολᾱν ποιεῖ, γάστριν καλοῦσι καὶ λάμυρον», Επικρ.)<br /><b>2.</b> οργίζομαι, χολώνομαι («ἐμοὶ χολᾱτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ», ΚΔ).<br /><b>(II)</b><br />-έω, Μ [[χολή]]<br />οργίζομαι.<br /><b>(III)</b><br />-όω, Α<br /><b>βλ.</b> [[χολώνω]].
}}
}}

Latest revision as of 13:04, 28 March 2021

Greek Monolingual

(I)
-άω, Α χολή
1. κατέχομαι από μελαγχολία («ὅ δὲ χολᾱν ποιεῖ, γάστριν καλοῦσι καὶ λάμυρον», Επικρ.)
2. οργίζομαι, χολώνομαι («ἐμοὶ χολᾱτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ», ΚΔ).
(II)
-έω, Μ χολή
οργίζομαι.
(III)
-όω, Α
βλ. χολώνω.