αρχαίος: Difference between revisions

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM ἀρχαῖος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> ο [[παλαιός]], αυτός που υπήρχε στο μακρινό [[παρελθόν]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία [[εποχή]] [[μέχρι]] [[σήμερα]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> Ι. <i>οι αρχαίοι</i><br />αυτοί που έζησαν την αρχαία [[εποχή]]<br />II. <i>τα αρχαία</i><br /><b>1.</b> τα μνημεία της αρχαιότητας<br /><b>2.</b> το [[μάθημα]] των Αρχαίων Ελληνικών<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως ουσ.</b> <i>ἡ ἀρχαίη</i><br />η [[αρχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. ο [[απλοϊκός]] ή ο [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> ο προηγούμενος, αυτός δηλ. που υπήρχε [[προηγουμένως]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> α) <i>οἱ ἀρχαῖοι</i><br />οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι (<b>Αριστοτ.</b>) [[είτε]] οι παλαιοί Πατέρες, οι Πατριάρχες ή οι Προφήτες (ΚΔ)<br />β) (για χρήματα) <i>τὸ ἀρχαῑον</i><br />η αρχική [[τιμή]]<br /><i>τὰ ἀρχαῑα</i><br />το [[κεφάλαιο]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀρχαίως</i> ή <i>τὸ ἀρχαῑον</i><br /><b>1.</b> σε αρχαίους χρόνους<br /><b>2.</b> σε αρχαίο ή σε παραδοσιακό ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρχή]] «[[έναρξη]]». Η λ. [[αρχαίος]], άγνωστη στον Όμηρο, απαντά [[κυρίως]] στην Ιωνική-Αττική με αρχική [[σημασία]] «ο [[πρωταρχικός]]», διακρίνεται δε από το [[παλαιός]], που χρησιμοποιείται για να δηλώσει «τον ηλικιωμένο, τον γέρο».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρχαΐζω]], [[αρχαϊκός]], [[αρχαιότητα]] (-<i>ότης</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) [[αρχαιολογία]], [[αρχαιοπινής]], [[αρχαιοπρεπής]], [[αρχαιότροπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρχαιόγονος]], [[αρχαιοειδής]], [[αρχαιολογώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αρχαιολόγος]], [[αρχαιοπαράδοτος]], [[αρχαιοφανής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχαιογνωσία]], [[αρχαιογνώστης]], [[αρχαιοδίφης]]» [[αρχαιοθήκη]], [[αρχαιοκάπηλος]], [[αρχαιοκλόπος]], [[αρχαιολατρεία]], [[αρχαιολάτρης]], [[αρχαιομάθεια]], [[αρχαιομαθής]], [[αρχαιομανής]], [[αρχαιοπώλης]], [[αρχαιοσυλλέκτης]], [[αρχαιόσυλος]], [[αρχαιόφιλος]], [[αρχαιοφύλακας]]<br />(β' συνθετικό) [[φιλάρχαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πανάρχαιος]], [[υπεραρχαίος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ισάρχαιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πανάρχαιος]].
|mltxt=-α, -ο (AM ἀρχαῖος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> ο [[παλαιός]], αυτός που υπήρχε στο μακρινό [[παρελθόν]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία [[εποχή]] [[μέχρι]] [[σήμερα]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> Ι. <i>οι αρχαίοι</i><br />αυτοί που έζησαν την αρχαία [[εποχή]]<br />II. <i>τα αρχαία</i><br /><b>1.</b> τα μνημεία της αρχαιότητας<br /><b>2.</b> το [[μάθημα]] των Αρχαίων Ελληνικών<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως ουσ.</b> <i>ἡ ἀρχαίη</i><br />η [[αρχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. ο [[απλοϊκός]] ή ο [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> ο προηγούμενος, αυτός δηλ. που υπήρχε [[προηγουμένως]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> α) <i>οἱ ἀρχαῖοι</i><br />οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι (<b>Αριστοτ.</b>) [[είτε]] οι παλαιοί Πατέρες, οι Πατριάρχες ή οι Προφήτες (ΚΔ)<br />β) (για χρήματα) <i>τὸ ἀρχαῖον</i><br />η αρχική [[τιμή]]<br /><i>τὰ ἀρχαῑα</i><br />το [[κεφάλαιο]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀρχαίως</i> ή <i>τὸ ἀρχαῖον</i><br /><b>1.</b> σε αρχαίους χρόνους<br /><b>2.</b> σε αρχαίο ή σε παραδοσιακό ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αρχή]] «[[έναρξη]]». Η λ. [[αρχαίος]], άγνωστη στον Όμηρο, απαντά [[κυρίως]] στην Ιωνική-Αττική με αρχική [[σημασία]] «ο [[πρωταρχικός]]», διακρίνεται δε από το [[παλαιός]], που χρησιμοποιείται για να δηλώσει «τον ηλικιωμένο, τον γέρο».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρχαΐζω]], [[αρχαϊκός]], [[αρχαιότητα]] (-<i>ότης</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) [[αρχαιολογία]], [[αρχαιοπινής]], [[αρχαιοπρεπής]], [[αρχαιότροπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρχαιόγονος]], [[αρχαιοειδής]], [[αρχαιολογώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αρχαιολόγος]], [[αρχαιοπαράδοτος]], [[αρχαιοφανής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχαιογνωσία]], [[αρχαιογνώστης]], [[αρχαιοδίφης]]» [[αρχαιοθήκη]], [[αρχαιοκάπηλος]], [[αρχαιοκλόπος]], [[αρχαιολατρεία]], [[αρχαιολάτρης]], [[αρχαιομάθεια]], [[αρχαιομαθής]], [[αρχαιομανής]], [[αρχαιοπώλης]], [[αρχαιοσυλλέκτης]], [[αρχαιόσυλος]], [[αρχαιόφιλος]], [[αρχαιοφύλακας]]<br />(β' συνθετικό) [[φιλάρχαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πανάρχαιος]], [[υπεραρχαίος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ισάρχαιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πανάρχαιος]].
}}
}}

Revision as of 13:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀρχαῖος, -α, -ον)
1. ο παλαιός, αυτός που υπήρχε στο μακρινό παρελθόν
2. εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα
3. αυτός που έχει παλιώσει, ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος
νεοελλ.
ως ουσ. Ι. οι αρχαίοι
αυτοί που έζησαν την αρχαία εποχή
II. τα αρχαία
1. τα μνημεία της αρχαιότητας
2. το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών
μσν.
ως ουσ. ἡ ἀρχαίη
η αρχή
αρχ.
Ι. 1. ο απλοϊκός ή ο ανόητος
2. ο προηγούμενος, αυτός δηλ. που υπήρχε προηγουμένως
3. ως ουσ. α) οἱ ἀρχαῖοι
οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι (Αριστοτ.) είτε οι παλαιοί Πατέρες, οι Πατριάρχες ή οι Προφήτες (ΚΔ)
β) (για χρήματα) τὸ ἀρχαῖον
η αρχική τιμή
τὰ ἀρχαῑα
το κεφάλαιο
II. επίρρ. ἀρχαίως ή τὸ ἀρχαῖον
1. σε αρχαίους χρόνους
2. σε αρχαίο ή σε παραδοσιακό ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή «έναρξη». Η λ. αρχαίος, άγνωστη στον Όμηρο, απαντά κυρίως στην Ιωνική-Αττική με αρχική σημασία «ο πρωταρχικός», διακρίνεται δε από το παλαιός, που χρησιμοποιείται για να δηλώσει «τον ηλικιωμένο, τον γέρο».
ΠΑΡ. αρχαΐζω, αρχαϊκός, αρχαιότητα (-ότης).
ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) αρχαιολογία, αρχαιοπινής, αρχαιοπρεπής, αρχαιότροπος
αρχ.
αρχαιόγονος, αρχαιοειδής, αρχαιολογώ
μσν.- νεοελλ.
αρχαιολόγος, αρχαιοπαράδοτος, αρχαιοφανής
νεοελλ.
αρχαιογνωσία, αρχαιογνώστης, αρχαιοδίφης» αρχαιοθήκη, αρχαιοκάπηλος, αρχαιοκλόπος, αρχαιολατρεία, αρχαιολάτρης, αρχαιομάθεια, αρχαιομαθής, αρχαιομανής, αρχαιοπώλης, αρχαιοσυλλέκτης, αρχαιόσυλος, αρχαιόφιλος, αρχαιοφύλακας
(β' συνθετικό) φιλάρχαιος
αρχ.
πανάρχαιος, υπεραρχαίος
μσν.
ισάρχαιος
νεοελλ.
πανάρχαιος.