οίδαξ: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(28)
 
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἴδαξ]], -ακος, ὁ (ΑΜ)<br />άγριο [[σύκο]] («τὰ δὲ [[οὔπω]] [[πέπειρα]] τῶν σύκων ἴδακες παρὰ Λάκωσι καὶ φήληκες παρ' Ἀθηναίοις», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οἰδῶ</i> «[[είμαι]] πρησμένος, φουσκωμένος» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πήδ</i>-<i>αξ</i>)].
|mltxt=[[οἴδαξ]], -ακος, ὁ (ΑΜ)<br />άγριο [[σύκο]] («τὰ δὲ [[οὔπω]] [[πέπειρα]] τῶν σύκων ἴδακες παρὰ Λάκωσι καὶ φήληκες παρ' Ἀθηναίοις», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οἰδῶ</i> «[[είμαι]] πρησμένος, φουσκωμένος» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πήδ</i>-<i>αξ</i>)].
}}
}}

Revision as of 19:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

οἴδαξ, -ακος, ὁ (ΑΜ)
άγριο σύκο («τὰ δὲ οὔπω πέπειρα τῶν σύκων ἴδακες παρὰ Λάκωσι καὶ φήληκες παρ' Ἀθηναίοις», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰδῶ «είμαι πρησμένος, φουσκωμένος» + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. πήδ-αξ)].