θερσιεπής: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θερσιεπής''': -ές, ὁ | |lstext='''θερσιεπής''': -ές, ὁ μετὰ θράσους λαλῶν, Βακχυλ. 12. 199, ἔκδ. Blass. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θερσιεπής]], -ές (Α)<br />αυτός που μιλά με [[θάρρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέρσος]], αιολ. τ. του [[θάρσος]], αττ. [[θάρρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έπος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμετρο</i>-<i>επής</i>, <i>καλλι</i>-<i>επής</i>. Για τον σχηματισμό του α' συνθετικού <b>[[πρβλ]].</b> [[δεξίδωρος]], [[τερψίμβροτος]]. | |mltxt=[[θερσιεπής]], -ές (Α)<br />αυτός που μιλά με [[θάρρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέρσος]], αιολ. τ. του [[θάρσος]], αττ. [[θάρρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έπος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμετρο</i>-<i>επής</i>, <i>καλλι</i>-<i>επής</i>. Για τον σχηματισμό του α' συνθετικού <b>[[πρβλ]].</b> [[δεξίδωρος]], [[τερψίμβροτος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 20 April 2021
English (LSJ)
ές, (θέρσος) A bold of speech, B.12.199:—so Θερσίτης, ὁ, as pr. n. in Hom.: pl., Ph.2.472.
Greek (Liddell-Scott)
θερσιεπής: -ές, ὁ μετὰ θράσους λαλῶν, Βακχυλ. 12. 199, ἔκδ. Blass.
Greek Monolingual
θερσιεπής, -ές (Α)
αυτός που μιλά με θάρρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρσος, αιολ. τ. του θάρσος, αττ. θάρρος + -επής (< έπος), πρβλ. αμετρο-επής, καλλι-επής. Για τον σχηματισμό του α' συνθετικού πρβλ. δεξίδωρος, τερψίμβροτος.