συσπείρω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
mNo edit summary
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συσπείρω''': [[σπείρω]] [[ὁμοῦ]], [[μετὰ]] δὲ τοῦ σπόρου τῶν κυπαρίσσων σύσπειρον κριθὰς ἀραιὰς Γεωπ. 11. 5, 2., 12. 7, 2· -Παθ. μεταφορ., τὸν χρυσόν... τῷ λοιπῷ κόσμῳ συνεσπαρμένον Λουκ. π. Οἴκ. 8.
|lstext='''συσπείρω''': [[σπείρω]] [[ὁμοῦ]], μετὰ δὲ τοῦ σπόρου τῶν κυπαρίσσων σύσπειρον κριθὰς ἀραιὰς Γεωπ. 11. 5, 2., 12. 7, 2· -Παθ. μεταφορ., τὸν χρυσόν... τῷ λοιπῷ κόσμῳ συνεσπαρμένον Λουκ. π. Οἴκ. 8.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:20, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσπείρω Medium diacritics: συσπείρω Low diacritics: συσπείρω Capitals: ΣΥΣΠΕΙΡΩ
Transliteration A: syspeírō Transliteration B: syspeirō Transliteration C: syspeiro Beta Code: suspei/rw

English (LSJ)

A sow or scatter together with, Gp.11.5.2, 12.7.2:—Pass., Luc.Dom.8, Porph.VP44; ἐν ἑαυτῷ συνεσπαρμένον Dam.Pr.107.

German (Pape)

[Seite 1043] mit, zugleich, zusammen säen, besäen, Clem. Al. u. a. Sp.; χρυσὸς τῷ λοιπῷ κόσμῳ συνεσπαρμένος, mit darunter gestreu't, Luc. dom. 8.

Greek (Liddell-Scott)

συσπείρω: σπείρω ὁμοῦ, μετὰ δὲ τοῦ σπόρου τῶν κυπαρίσσων σύσπειρον κριθὰς ἀραιὰς Γεωπ. 11. 5, 2., 12. 7, 2· -Παθ. μεταφορ., τὸν χρυσόν... τῷ λοιπῷ κόσμῳ συνεσπαρμένον Λουκ. π. Οἴκ. 8.

French (Bailly abrégé)

1 ensemencer ou semer ensemble ou en même temps;
2 Pass. être semé ou répandu avec.
Étymologie: σύν, σπείρω.

Greek Monolingual

ΜΑ
σπείρω κάτι μαζί με κάποιον άλλο
μσν.
παθ. συσπείρομαι- είμαι έμφυτος.

Greek Monotonic

συσπείρω: μέλ. -ερῶ, σπέρνω μαζί, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συσπείρω: рассеивать: συνεσπαρμένος τινί Luc. рассеянный среди чего-л., примешанный к чему-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συσπείρω [σύν, σπείρω] samen zaaien, samen verspreiden. Luc. 10.8.

Middle Liddell

fut. ερῶ
to sow together, Luc.