σιταγωγέω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτᾰγωγέω''': [[φέρω]] σῖτον, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 14· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., σ. σιταγωγίαν Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀπολ., Δίων Κ. 47. 37., 49. 27.
|lstext='''σῑτᾰγωγέω''': [[φέρω]] σῖτον, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 14· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., σ. σιταγωγίαν Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀπολ., Δίων Κ. 47. 37., 49. 27.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:27, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτᾰγωγέω Medium diacritics: σιταγωγέω Low diacritics: σιταγωγέω Capitals: ΣΙΤΑΓΩΓΕΩ
Transliteration A: sitagōgéō Transliteration B: sitagōgeō Transliteration C: sitagogeo Beta Code: sitagwge/w

English (LSJ)

A convey corn, c. acc. cogn., σ. σιταγωγίαν Luc.Nav. 14: abs., D.C.47.37,49.27:—Med., import corn, IG22.28.18.

German (Pape)

[Seite 884] Getreide führen, fahren, Getreide zuod. herbeiführen, Sp., wie Luc. Nav. 14.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτᾰγωγέω: φέρω σῖτον, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 14· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., σ. σιταγωγίαν Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀπολ., Δίων Κ. 47. 37., 49. 27.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
amener un convoi de blé.
Étymologie: σιταγωγός.

Greek Monotonic

σῑτᾰγωγέω: μέλ. -ήσω, αυτός που μεταφέρει σιτηρά, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιταγωγέω [σιταγωγός] graan transporteren.

Russian (Dvoretsky)

σῑτᾰγωγέω: доставлять зерновой хлеб Luc.

Middle Liddell

σῑτᾰγωγέω, fut. -ήσω [from σῑτᾰγωγός]
to convey corn, Luc.