ἐφύω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφύω''': ἀπρόσ., ἐφύει, βρέχει [[ἐπάνω]] εἴς τι, [[μετὰ]] δοτ., χείριστον δὲ ἐὰν ἀπανθοῦσί τισιν ἐφύσῃ καθάπερ ἐλάᾳ καὶ ἀμπέλῳ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 8, κτλ.· ἀπολ., ἐφύει γὰρ [[ὅπου]] ἂν ἐπιστῇ ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 17, 7· μετοχ. παθ. πρκμ. ἐφυσμένος, βεβρεγμένος, ἐκτεθειμένος εἰς τὴν βροχήν, Ξεν. Κυν. 9, 5.
|lstext='''ἐφύω''': ἀπρόσ., ἐφύει, βρέχει [[ἐπάνω]] εἴς τι, μετὰ δοτ., χείριστον δὲ ἐὰν ἀπανθοῦσί τισιν ἐφύσῃ καθάπερ ἐλάᾳ καὶ ἀμπέλῳ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 8, κτλ.· ἀπολ., ἐφύει γὰρ [[ὅπου]] ἂν ἐπιστῇ ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 17, 7· μετοχ. παθ. πρκμ. ἐφυσμένος, βεβρεγμένος, ἐκτεθειμένος εἰς τὴν βροχήν, Ξεν. Κυν. 9, 5.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:00, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφύω Medium diacritics: ἐφύω Low diacritics: εφύω Capitals: ΕΦΥΩ
Transliteration A: ephýō Transliteration B: ephyō Transliteration C: efyo Beta Code: e)fu/w

English (LSJ)

[ῡ], A rain upon: impers. ἐφύει, c. dat., Thphr.HP4.14.8, etc.: abs., it rains after, Id.CP6.17.7:—pf. part. Pass. ἐφυσμένος exposed to rain, X.Cyn.9.5.

German (Pape)

[Seite 1124] (s. ὕω), beregnen, ἐφυσμένος, beregnet, Xen. Cyn. 9, 4. – Impers. ἐφύει, es regnet darauf, Theophr., auch = hinterher, id.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφύω: ἀπρόσ., ἐφύει, βρέχει ἐπάνω εἴς τι, μετὰ δοτ., χείριστον δὲ ἐὰν ἀπανθοῦσί τισιν ἐφύσῃ καθάπερ ἐλάᾳ καὶ ἀμπέλῳ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 8, κτλ.· ἀπολ., ἐφύει γὰρ ὅπου ἂν ἐπιστῇ ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 17, 7· μετοχ. παθ. πρκμ. ἐφυσμένος, βεβρεγμένος, ἐκτεθειμένος εἰς τὴν βροχήν, Ξεν. Κυν. 9, 5.

French (Bailly abrégé)

I. mouiller de pluie ; part. pf. Pass. ἐφυσμένος trempé de pluie;
II. impers. • ἐφύει :
1 il pleut sur;
2 il pleut ensuite.
Étymologie: ἐπί, ὕω.

Greek Monolingual

ἐφύω (Α)
1. απρόσ. ἐφύει
α) βρέχει πάνω σε κάτι
β) βρέχει κατόπιν («ἐφύει γὰρ ὅπου ἄν ἐφιστῇ», Θεόφρ.)
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐφυσμένος, -η, -ον
εκτεθειμένος στη βροχή, βρεγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὕω «βρέχω»].

Greek Monotonic

ἐφύω: βρέχω, μτχ. Παθ. παρακ., ἐφυσμένος, βρεγμένος, εκτεθειμένος στην βροχή, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐφύω: (ῡ) мочить дождем: ἐφυσμένος (part. pf. pass.) Xen. мокрый от дождя.

Middle Liddell


to rain upon:—perf. pass. part. ἐφυσμένος rained upon, exposed to the rain, Xen.