εἰκοτολογία: Difference between revisions
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "]]op. " to "]] op. ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[conjetura]], [[probabilidad]]op. ἐπιστήμη ‘conocimiento’ εἰ. καὶ σ[το] χασμός Phld.<i>Rh</i>.2.137Aur., αἰτιολογίαι δὲ καὶ εἰκοτολογίαι Ps.Archyt.<i>Pyth.Hell</i>.37.1, αἱ δὲ προστιθέμεναι εἰκοτολογίαι περὶ τῶν τοιούτων οὐκ εἰσὶ Πυθαγορικαί Iambl.<i>VP</i> 82 (= Pythag.C 4.86), καλῶς ὁ Πλάτων τὴν φυσιολογίαν εἰκοτολογίαν ἔλεγεν εἶναι con razón decía Platón que la fisiología era pura hipótesis</i> Simp.<i>in Ph</i>.18.30, cf. Str.13.3.1, Syrian.<i>in Metaph</i>.5.5, Eust.729.20, op. ἀλήθεια Procl.<i>in Ti</i>.1.339.1, op. τὸ ἀνέλεγκτον καὶ ἄπταιστον Procl.<i>in Ti</i>.1.348.26. | |dgtxt=-ας, ἡ<br />[[conjetura]], [[probabilidad]] op. ἐπιστήμη ‘conocimiento’ εἰ. καὶ σ[το] χασμός Phld.<i>Rh</i>.2.137Aur., αἰτιολογίαι δὲ καὶ εἰκοτολογίαι Ps.Archyt.<i>Pyth.Hell</i>.37.1, αἱ δὲ προστιθέμεναι εἰκοτολογίαι περὶ τῶν τοιούτων οὐκ εἰσὶ Πυθαγορικαί Iambl.<i>VP</i> 82 (= Pythag.C 4.86), καλῶς ὁ Πλάτων τὴν φυσιολογίαν εἰκοτολογίαν ἔλεγεν εἶναι con razón decía Platón que la fisiología era pura hipótesis</i> Simp.<i>in Ph</i>.18.30, cf. Str.13.3.1, Syrian.<i>in Metaph</i>.5.5, Eust.729.20, op. ἀλήθεια Procl.<i>in Ti</i>.1.339.1, op. τὸ ἀνέλεγκτον καὶ ἄπταιστον Procl.<i>in Ti</i>.1.348.26. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[εἰκοτολογία]])<br />η [[διατύπωση]] μιας άποψης [[κατά]] συμπερασμό, [[χωρίς]] [[βεβαιότητα]]. | |mltxt=η (Α [[εἰκοτολογία]])<br />η [[διατύπωση]] μιας άποψης [[κατά]] συμπερασμό, [[χωρίς]] [[βεβαιότητα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:59, 7 July 2021
English (LSJ)
ἡ, A probability or inference therefrom, Archyt. ap. Stob.1.41.5, Phld.Rh. 1.80 S., Str.13.3.1, Iamb.VP18.86 (pl.), Herm. in Phdr. p.74 A. (pl.), Simp.in Ph.18.30.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκοτολογία: ἡ, πιθανολογία, πιθανὴ εἰκασία, Ἀρχύτ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 724, Στράβων 620.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
conjetura, probabilidad op. ἐπιστήμη ‘conocimiento’ εἰ. καὶ σ[το] χασμός Phld.Rh.2.137Aur., αἰτιολογίαι δὲ καὶ εἰκοτολογίαι Ps.Archyt.Pyth.Hell.37.1, αἱ δὲ προστιθέμεναι εἰκοτολογίαι περὶ τῶν τοιούτων οὐκ εἰσὶ Πυθαγορικαί Iambl.VP 82 (= Pythag.C 4.86), καλῶς ὁ Πλάτων τὴν φυσιολογίαν εἰκοτολογίαν ἔλεγεν εἶναι con razón decía Platón que la fisiología era pura hipótesis Simp.in Ph.18.30, cf. Str.13.3.1, Syrian.in Metaph.5.5, Eust.729.20, op. ἀλήθεια Procl.in Ti.1.339.1, op. τὸ ἀνέλεγκτον καὶ ἄπταιστον Procl.in Ti.1.348.26.
Greek Monolingual
η (Α εἰκοτολογία)
η διατύπωση μιας άποψης κατά συμπερασμό, χωρίς βεβαιότητα.